ο βυθός είναι δίπλα – νίκος αδάμ βουδούρης

o_bythos_einai_dipla_nikos_adam_boydoyris

Στα διηγήματα της συλλογής, ο πρωτοεμφανιζόμενος, σε δικό του βιβλίο, Νίκος Αδάμ Βουδούρης μοιάζει να είναι επιφυλακτικός και συντηρητικός στις επιλογές του, τόσο όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, όσο και τη θεματολογία που έχει επιλέξει. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των ιστοριών που απαρτίζουν το «Ο βυθός είναι δίπλα» είναι μια παραδοξότητα που κυριαρχεί αλλά ταυτόχρονα και μια εμμονή με μιαν υποφώσκουσα ή ολοκάθαρη καταστροφή που προηγείται μιας νέας αρχής.

Έτσι, βλέπουμε ένα μπουρνούζι ν’ αποτελεί τον αφηγητή μιας ιστορίας και να παραθέτει μιαν ιστορία με θλιβερό τέλος, ένα λευκό σπίτι που κρύβει μυστικά αλλά όχι ψέματα, μια σειρά από γεγονότα που προσπαθούν το ένα ν’ αντιγράψει το άλλο, συναντήσεις, απογοητεύσεις, συμπτώσεις, λύπες, χαρές και πολλά άλλα – όλα με βάση το καθημερινό και με ουσία το παράδοξο και μια μοναχικότητα που άλλοτε λειτουργεί λυτρωτικά, άλλοτε πνιγηρά. Μεταξύ άλλων, ένα υποδόριο στις ιστορίες αυτές πάθος και μια υποχθόνια λαγνεία σημειώνονται, κάτι που φαίνεται ν’ αποτελεί έναν ακόμη στόχο του συγγραφέα. Αξιοσημείωτη είναι δε και η σταθερή επιλογή του χωροχρόνου ως οχήματος περισσότερο παρά ως φόντου ή μέσου που λειτουργεί υπαινικτικά. Ο χώρος ή ο τόπος κυρίως έχουν αρκετά σημαντική θέση στις ιστορίες της συλλογής, ως ένα, κατά τα φαινόμενα, κύριο ζητούμενο για το συγγραφέα, που το καθιστά σαφές και στον αναγνώστη.

Το σημαίνον των ιστοριών, αυτό που κοντολογίς ο αναγνώστης καλείται να προσέξει και να ξεχωρίσει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι η θέαση των αφηγούμενων γεγονότων χωρίς να προϋπάρχει καμιά απαίτηση εκ μέρους του συγγραφέα, παρά μόνο η θέληση να γίνει ο αναγνώστης ένας απλός συνταξιδιώτης που θα δει να περνούν από μπροστά του τρένα, εκ των οποίων σε άλλα θα μπορέσει ν’ ανέβει, σε άλλα θα θελήσει πάση θυσία και άλλα θα τ’ αφήσει να προσπεράσουν.

Με λίγα λόγια, ο Βουδούρης φαίνεται να παραδίδει ένα σύμπλεγμα ιστοριών με τα προαναφερθέντα κοινά στοιχεία, ωστόσο τα διηγήματα είναι περισσότερο ασκήσεις γραφής, παρά ολοκληρωμένα λογοτεχνήματα, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση. Απ’ την άλλη, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι αυτή η προσπάθεια να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύμπαν γεγονότων, τον οδηγεί σε μιαν αισθητική επανάληψη η οποία μπορεί σε καμία περίπτωση να μην ενοχλεί, εντούτοις δε μοιάζει να βοηθά τον αναγνώστη στη βουτιά που ίσως περιμένει διαβάζοντας.

Βέβαια, κανείς δε θα μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι ο Βουδούρης, με την καλοσυνάτη γλώσσα του, δεν αποπειράται να εντυπωσιάσει, αλλά να μιλήσει για ένα βυθό που ναι μεν ο τίτλος τον τοποθετεί δίπλα, όμως μπορεί να είναι και μέσα μας, βαθιά καταχωνιασμένος σε κρυφές γωνιές. Χωρίς καμία παρατηρούμενη έξαρση, αναφορικά πάντα με τη γλώσσα, ο συγγραφέας τού «Ο βυθός είναι δίπλα» φαίνεται ότι προσπαθεί περισσότερο να σαρκάσει καθώς και να μετατραπεί σε δηκτικό κριτή όλων όσοι κρύβονται πίσω απ’ το δάχτυλό τους και αρνούνται να δουν την πραγματικότητα, επιτυγχάνοντας να θέσει σε κίνηση εσωτερικούς μηχανισμούς στις ιστορίες του, με ανοδική πορεία απ’ την πρώτη ώς την τελευταία, με μια πάγια βέβαια σταθερότητα. Αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που, κατά μία έννοια, εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο αντιμετώπισης της γραφής κατά τρόπον προσεκτικό και συγκρατημένο για αρχή.

Αυτό που επίσης αναφαίνεται στις ιστορίες είναι η ικανότητα του Βουδούρη να παίζει με τη γλώσσα και τα πρόσωπα που είτε αφηγούνται είτε διαλέγονται. Και στις δύο περιπτώσεις, έχει ο αναγνώστης την ξεκάθαρη αίσθηση ότι καθετί λέγεται εκεί που πρέπει, όπως πρέπει. Καλό στοιχείο για τη συνέχειά του στα γράμματα, το οποίο αναμφίβολα μπορεί να λειτουργήσει ως παρακαταθήκη τολμηρότερων επιλογών, έχοντας ως βάση κρίσιμα πλεονεκτήματα, όπως αυτό που μόλις αναφέρθηκε.

Τέλος, όπως και να ‘χει, αφήνεται, κλείνοντας το βιβλίο, η αίσθηση της επίγειας ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων, με τον αναγνώστη κρατημένο στη γη, πατώντας γερά στα πόδια του. Δίχως καμιά ιστορία να μένει ανολοκλήρωτη, έστω και με τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης φέρνει το βυθό από δίπλα μέσα, επιτρέποντάς σε να βγεις απ’ αυτόν και να σταθείς μπροστά του. Το αν θα ξαναβουτήξεις, αυτό είναι πρωτίστως θέμα εσωτερικής επεξεργασίας, παρά άνωθεν ή έξωθεν εντολών και συμβουλών.

Οψόμεθα.

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη]

[Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι της Μεσσηνίας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Οδός Πανός», «Εντευκτήριο» και «Μπιλιέτο», καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος. Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον Μισέλ Φάις. Το «Ο βυθός είναι δίπλα» είναι το πρώτο του βιβλίο. Επικοινωνία: nikos.adamv@gmail.com]

4 thoughts on “ο βυθός είναι δίπλα – νίκος αδάμ βουδούρης

  1. Καλημέρα.
    Τό διήγημα ὡς εἶδος εἶναι, νομίζω, τό δυσκολότερο ἀπό τά εἴδη τοῦ πεζοῦ λόγου. Χρειάζεται ἰδιαίτερη μαστοριά ἀπό τήν πλευρά τοῦ γράφοντα.
    Ἡ ἔκταση μιᾶς νουβέλας ἤ ἑνός μυθιστορήματος, μπορεῖ νά καλύψει κάποιες ἀτέλειες, κάποιες παραλείψεις καί νά μᾶς ἀφήσει σελίδες ἄξιες ὄχι μόνο νά προσεχτοῦν, ἀλλά καί νά προκαλέσουν βυθοσκοπήσεις.
    Στό διήγημα τά περιθώρια στενεύουν. Πολλές φορές ὁ λόγος ἤ, ἡ ἱστορία ἀπό μόνη της δέν ἀρκεῖ, προκειμένου νά φτάσει ὁ γράφων στήν ἀνατροπή.
    Πιστεύω, μέ ἀφορμή τήν ἄποψή σου γιά τό παραπάνω βιβλίο, καί ἄσχετα μέ τόν συγκεκριμένο συγγραφέα, ὅτι πολλά σύγχρονα βιβλία πού ἀφοροῦν διηγήματα, παρ’ ὅλο πού θεωροῦνται ἔτσι, εἶναι τελικά ἁπλές ἱστορίες.

  2. Ακριβώς.
    Είναι, Νατάσα, η γνωστή παγίδα του σύντομου λόγου. Όσο συντομότερος γίνεται, τόσο πιο επικίνδυνος καθίσταται.

    Θέλει πολλή προσπάθεια και πολύ “γράψιμο-πέταμα” για να μη γράφει κάποιος ιστοριούλες και εκθέσεις. Το βάθος που αναπτύσσεται σε λίγες σελίδες πρέπει να είναι αληθινό για να είναι βάθος. Σαν τη γυναίκα του Καίσαρα: πρέπει και να φαίνεται και να είναι!

    Παρατηρείται τον τελευταίο χρόνο μια στροφή στο διήγημα. Αυτό που με χαροποιεί όμως περισσότερο είναι μια διαφαινόμενη επιστροφή στο συντομότερο, ίσως, είδος λόγου: την ποίηση. Και δεν αναφέρομαι στη γραφή, αλλά στην ανάγνωση. Σαν κάτι να κινείται. Μακάρι να προχωρήσει ακόμη περισσότερο.

    Βέβαια, ξέρεις κι εσύ, οι παγίδες εκεί είναι πια πιο μεγάλες κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό. Τρομακτικές…
    Και σχεδόν πάντοτε επώδυνες.

    Σε χαιρετώ.
    Καλησπέρα.

  3. Ἔχω ἀκούσει κι ἐγώ, Δημήτρη, γι’ αὐτή τή στροφή πρός τήν ποίηση. Μακάρι νά δοῦμε τήν ἀλλαγή καί σ’ αὐτό.
    Γενικῶς ἔχεις δίκιο. Μιά ἀπό τίς ἐπίσης δύσκολες διαδικασίες γιά τόν κάθε γράφοντα εἶναι τό σβήσιμο. Θέλει πολύ κουράγιο. Σβήσιμο καί ξαναγράψιμο καί ξανά καί ξανά. Καί νά βλέπεις, ἀρκετές φορές, ὅτι ἀπό ἀλλοῦ ξεκίνησες κι ἀλλοῦ σέ ἔχει πάει…
    Εἶναι πολύ εὔκολο νά σέ παρασύρει ὁ λόγος, εἰδικά μάλιστα γιά κείνους πού ἔχουν εὐκολία καί ταλέντο.
    Ἀλλά, εἶναι γεγονός, δέν ἀρκεῖ τό ταλέντο…

  4. “Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,
    μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
    τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
    φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
    δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
    δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια
    ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
    και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν,
    ν’ ανεβαίνουν
    και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
    κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται
    από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
    τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
    Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
    στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια
    και θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
    απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
    μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας”

    απόσπασμα απ΄τη “σονάτα του σεληνόφωτος”, του Ρίτσου.

    Καλή σου μέρα,Δημήτρη

Leave a comment