BookCrossing – ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ


Είμαι ο…… aris1, ένας από τους πιο παλιούς έλληνες BookCrossers, ελληνιστί «βιβλιοαπελευθερωτές». Είμαστε πιστοί φαν του BookCrossing ενός διαδικτυακού φαινομένου της νέας χιλιετίας. Θα μπορούσε να μεταφραστεί σαν «Βιβλιοδιασταύρωση». Αφορά χιλιάδες «αδέσποτα» βιβλία που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο. Περιμένουν τους επόμενους αναγνώστες τους σε πάρκα, παγκάκια, αγάλματα, λεωφορεία, καφέ, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Χμμμ, τώρα που το σκέφτομαι «βιβλιοταξιδευτές», θα ήταν ίσως μια πιο ακριβής απόδοση του όρου BookCrossers.Οι κανόνες είναι…

…απλοί: Κατ’ αρχήν παίρνεις ένα βιβλίο από το ράφι. Μπαίνεις στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.bookcrossing.com. Δίνεις στο βιβλίο σου έναν αριθμό ταυτότητας, τυπώνεις την ειδική ταμπελίτσα που εξηγεί τι πρέπει να κάνει εκείνος που θα το βρει και την κολλάς στο εσωτερικό. Έπειτα, δηλώνεις στο σάιτ πού ακριβώς θα το αφήσεις και μετά, το «απελευθερώνεις»! Όποιος βρει το βιβλίο θα πρέπει να μπει στην ιστοσελίδα του BookCrossing, να δηλώσει ότι είναι ασφαλές στα χέρια του, να γράψει τα δικά του σχόλια και στη συνέχεια να το αφήσει πάλι ελεύθερο. Καθώς το βιβλίο ταξιδεύει, δημιουργείται στο Ίντερνετ ένα «ημερολόγιο καταστρώματος» όπου καταγράφονται όλα τα σημεία που έχει βρεθεί και τα σχόλια των εκάστοτε αναγνωστών του.

Η ιδέα αυτή ξεκίνησε…

… τον Απρίλιο του 2001 στο Μιζούρι των ΗΠΑ. Τώρα έχει σχεδόν 550.000 μέλη σε πάνω από 120 χώρες, με περισσότερα από 4.000.000 βιβλία καταχωρημένα στο σάιτ. Σε πολλές χώρες μάλιστα οι «βιβλιοαπελευθερωτές» έχουν δημιουργήσει και ειδικές «ζώνες» όπου κάποιος μπορεί να βρει ταξιδιάρικα βιβλία. Οι πιο πιστοί φαν περιγράφουμε το BookCrossing σαν ένα τρόπο για να μοιράζεσαι τις πνευματικές σου επιρροές με τον κόσμο και να αισθάνεσαι παράλληλα ότι κάνεις μια καλή πράξη. Tο αποτέλεσμα είναι να κυκλοφορούν ελεύθερα βιβλία ακόμη και στα πιο απίστευτα μέρη του πλανήτη, μέχρι και στους παγετώνες της Ανταρκτικής!

Ένα βιβλίο…

… μπορεί να γυρίσει τον κόσμο. Για παράδειγμα: Στις 24 Αυγούστου του 2003 η swan-scot από το Ίνβερνες της Σκοτίας άφησε το “High Fidelity” του Νικ Χόρνμπι σε ένα βουνό της πατρίδας της. Το σημείο ήταν αρκετά μακριά από το δρόμο, αλλά ήλπιζε ότι κάποιος περιπατητής θα πέρναγε από εκεί, θα έβλεπε το βιβλίο και θα το έπαιρνε για να το διαβάσει. Την επόμενη μέρα ο explorer-21από το Εδιμβούργο έγραφε στο σάιτ το εξής σημείωμα: «Πήρα το βιβλίο σήμερα στη 1 το μεσημέρι. Θα το διαβάσω και θα το βοηθήσω στο ταξίδι του, ίσως αφήνοντάς το σε ένα ψηλότερο βουνό». Ο explorer-21 βρήκε απολαυστικό το βιβλίο αν και «δεν είναι στα αγαπημένα μου είδη. Αστείο χωρίς να είναι ξεκαρδιστικό, δίνει μια ελαφρώς μπερδεμένη άποψη για τη ζωή». Κι έπειτα κράτησε την υπόσχεσή του: Την Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου άφησε το «High Fidelity» στην κορυφή του όρους Κιλιμάντζαρο, στην Τανζανία. Αλλά το βιβλίο δεν χάθηκε. Περίπου ένα μήνα αργότερα ένας γερμανός φυσικός που προσέφερε εθελοντική εργασία στο νοσοκομείο του Κιμπόσο, μιας πόλης που βρίσκεται στη νότια πλευρά του Κιλιμάντζαρο, βοηθούσε μια νέα γυναίκα ασθενή. Εκείνη ήθελε να τον ευχαριστήσει, αλλά δεν είχε χρήματα. Έτσι, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το «High Fidelity»! Ο εθελοντής δεν ήθελε να το δεχτεί, όμως εκείνη επέμενε -έτσι κι αλλιώς, δεν ήξερε αγγλικά για το διαβάσει. «Έπειτα είδα μια ετικέτα μέσα στο βιβλίο. Κι έτσι έμαθα για το BookCrossing. Ωραία ιδέα! Δεν είμαι φανατικός αναγνώστης, αλλά αυτό το βιβλίο θα το διαβάσω. Έπειτα θα το αφήσω κάπου κι ελπίζω να έχω νέα για το ταξίδι του…».Μέλος γίνεται κανείς…

… εύκολα. Μπαίνεις στο σάιτ, και φτιάχνεις ένα προφίλ. Το μόνο που χρειάζεται να δώσεις είναι ένα email, που ωστόσο δεν εμφανίζεται πουθενά. Η ιστοσελίδα του BookCrossing είναι και θα παραμείνει αυστηρά μη κερδοσκοπική. Δεν πληρώνεις τίποτα και σε κανέναν, ούτε λαμβάνεις spam στο email σου. Βέβαια, αν ένα βιβλίο που ταξιδεύει πέσει τυχαία στα χέρια σου, δεν χρειάζεται να γίνεις μέλος για να γράψεις δυο λόγια και να το βοηθήσεις να συνεχίσει το ταξίδι του. Μπορείς να το κάνεις παραμένοντας ανώνυμος.

Στην Ελλάδα υπάρχουν…

… περισσότεροι από 2.350 BookCrossers που αφήνουν βιβλία εδώ κι εκεί σε ολόκληρη τη χώρα. Μια αναζήτηση στο σάιτ δείχνει ότι βιβλία Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών έχουν απελευθερωθεί ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη. Κάποια έχουν «ξεχαστεί» σε παγκάκια του Εθνικού Κήπου, άλλα βρίσκονται στα χέρια γνωστών αγαλμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Μερικά κάνουν… ηλιοθεραπεία σε παραλίες της Κρήτης, άλλα φλυαρούν σε καρτοτηλέφωνα της Θεσσαλονίκης πίνουν καφέ στη Λάρισα και τσίπουρα στο Βόλο.

Το πάθος μας…

… είναι φυσικά το διάβασμα. Στα βιβλιοπωλεία μας στρώνουν κόκκινα χαλιά! Πέρα από αυτό εμένα προσωπικά μου αρέσει το «κυνήγι» βιβλίων που σου δίνει μια αίσθηση περιπέτειας. Πως γίνεται αυτό; Στον ιστοχώρο του BookCrossing κάνεις κλικ στο “Go Hunting” και μαθαίνεις σε πιο σημείο της πόλης σου σε όλο τον κόσμο έχουν απελευθερωθεί βιβλία. Πολλές φορές οι BookCrossers κρύβουν τα βιβλία τους ώστε να μην τα βρίσκουν τυχαία περαστικοί, αλλά άλλοι BookCrossers που έχουν βγει παγανιά. Όταν τα «απελευθερώνουν», δηλώνουν που ακριβώς περιμένουν κρυμμένα, ώστε ο επόμενος να μπορέσει να τα βρει, πχ «στον Εθνικό Κήπο, μέσα στην κόκκινη πυροσβεστική φωλιά δίπλα στο Βοτανικό Μουσείο». Έχει την πλάκα του. Μπορείς επίσης να ζητήσεις από το σάιτ να σε ενημερώνει με email αμέσως μόλις απελευθερώνεται ένα βιβλίο στην περιοχή σου. Έτσι μπορείς να κάνεις «σαφάρι».Το βιβλίο έχει να κάνει…

… και με εμπειρίες. Θέλω να πω, ένα βιβλίο δεν είναι μόνο το κείμενο που διαβάζεις. Είναι και οι ιστορίες που είναι ζωγραφισμένες πάνω του: μια σημείωση στο περιθώριο που δείχνει πως αισθανόσουν την ώρα που το διάβασες, μια υπογράμμιση στην ατάκα που έφερε στο νου έναν παλιό έρωτα, άμμος, φύκια και μυρωδιές αρμύρας από τις διακοπές ανάμεσα στις σελίδες, μια σταγόνα καφές από ένα δροσερό απόγευμα στη βεράντα, και, γιατί όχι, ένα νούμερο που παραπέμπει σε ένα «διαδικτυακό ημερολόγιο καταστρώματος». Δεν είναι ωραίο να παίρνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο και να προσπαθείς να μαντέψεις από τα σημάδια του που έχει ταξιδέψει; Μέσω του BookCrossing μπορείς και να το μάθεις.

Οι εκδοτικοί οίκοι το βλέπουν…

… με καλό μάτι. Έχουν ακουστεί ελάχιστες διαφωνίες από μεμονωμένους συγγραφείς, όμως αυτό οφείλεται μάλλον σε παρανόηση του τι ακριβώς είναι το BookCrossing. Να το ξεκαθαρίσω: σε καμία περίπτωση δεν είμαστε… πειρατές! Πάντοτε ο κόσμος μοιραζόταν τα βιβλία που διάβαζε, είτε δανείζοντάς τα σε φίλους, είτε μέσω κάποιας δανειστικής βιβλιοθήκης. Εμείς δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό. Κανένας εκδότης δεν διαμαρτυρήθηκε. Ίσα-ίσα, τα καλά βιβλία κυκλοφορούν, συζητιούνται περισσότερο και αυτό κάνει καλό στις πωλήσεις τους. Σερφάροντας στα ηλεκτρονικά ράφια του BookCrossing μπορείς να διαβάσεις και εξαιρετικές κριτικές, ενώ όταν σε κάποιους BookCrossers αρέσει ένα βιβλίο, φροντίζουν οι ίδιοι να το διαδώσουν, αγοράζοντας δεύτερα και τρίτα αντίτυπα για να τα ταξιδέψουν.

Ο Τύπος έχει αντιδράσει…

… με ενθουσιασμό. Η πρώτη αναφορά είχε γίνει στο «ΒΗΜagazino» το καλοκαίρι του 2003. Ήταν ένα γενικό κομμάτι για το BookCrossing, που τότε δεν ήταν καθόλου γνωστό στην Ελλάδα. Οι πρώτοι από μας γίναμε μέλη και αρχίσαμε δειλά-δειλά τις απελευθερώσεις και τα… κυνήγια. Μέχρι που ένας δημοσιογράφος από το «Ε» της Ελευθεροτυπίας έγινε μέλος και μας έκανε ρεπορτάζ. Τότε έγινε το μεγάλο μπουμ. Μέσα σε μία εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στα 800 άτομα και έφεραν τον πανικό στο αμερικανικό σάιτ ρωτώντας και ψάχνοντας πληροφορίες. Σε σημείο που οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να μας δώσουν δικό μας φόρουμ για να μην τους σπάμε τα νεύρα! Το άρθρο του «Ε» ακολούθησαν δημοσιεύματα στο Έθνος, στα ΝΕΑ, τον Ελεύθερο Τύπο, την Καθημερινή και σε πολλές άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Νομίζω ότι τους άρεσε η ιδέα των ρομαντικών τύπων διαδίδουν την ανάγνωση αφήνοντας βιβλία, περίπου σαν να αφήνουν μηνύματα μέσα σε μπουκάλια!

Θα μας βρείτε…

… παντού. Αρκεί να είστε παρατηρητικοί! Κυκλοφορούμε ανάμεσά σας! Πέρα από την πλάκα: Αφήνουμε βιβλία σε όλη την Ελλάδα Έχουμε βέβαια το ιντερνετικό στέκι μας, στο ελληνικό φόρουμ του BookCrossing, όπου υποδεχόμαστε και τους καινούργιους και λύνουμε απορίες. Και φυσικά, έχουμε real life στέκια, τις επίσημες Ζώνες BookCrossing, δηλαδή σημεία, κυρίως καφέ, όπου οι BookCrossers απελευθερώνουν συστηματικά βιβλία. Οι πιο «ενεργές», που φιλοξενούν τακτικά και τις συναντήσεις μας είναι οι εξής:• Στην Αθήνα: Η Καφεΐνα είναι το πιο παλιό meeting point των «νοτίων» BookCrossers, δηλαδή Αθήνα και περίχωρα. Βρίσκεται στην οδό Κιάφας, κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Τον τελευταίο χρόνο βέβαια, οι Αθηναίοι BookCrossers πλήθυναν πολύ και δεν μας χωράει πια, οπότε μπορεί να μας δείτε να συχνάζουμε στο πατάρι του Μαγκαζέ (Αιόλου 33) ή στο Obi Caf? (Σκουλενίου 2, πλατεία Κλαυθμώνος). Οι «αθηναϊκές» συναντήσεις γίνονται κάθε τελευταία Κυριακή του μήνα μετά τις 3 το μεσημέρι. Ακόμη, «επίσημη ζώνη» είναι και το Ethnique, ένα συμπαθητικό καφέ κοντά στην πλατεία της Νέας Σμύρνης (Κυδωνιών 17, κοντά στην Εστία).
• Στη Θεσσαλονίκη: Hot spot των «βορείων», λέγεται
Φρουτότυπο, βρίσκεται στην πλατεία Ναυαρίνου, και φιλοξενεί τις μηνιαίες συναντήσεις τους, τη δεύτερη Τρίτη κάθε μήνα στις 10 το βράδυ. Σπάνια οι μαζώξεις των Θεσσαλονικέων φίλων δεν καταλήγουν σε φαγοπότι…
• Σε Λάρισα και Βόλο: Οι Θεσσαλοί ψήφισαν Starbucks. Η γνωστή αλυσίδα έδειξε ενθουσιώδη υποδοχή στη μικρή κοινότητα των Θεσσαλών Bookcrossers. Τους έφτιαξαν μέχρι και βιβλιοθήκη! Στη Λάρισα συναντώνται στο γνωστό κατάστημα
στην οδό Πρωτοπαπαδάκη 4 στην Πλατεία Ταχυδρομείου, την δεύτερη Κυριακή κάθε μήνα στις 5 το απόγευμα. Στον Βόλο βρίσκονται την πρώτη Κυριακή του μήνα, στο καφέ στη γωνία Ιάσονος και Κουμουνδούρου, κοντά στην παραλία.
• Στα Χανιά: Οι σύντεκνοι οργανώνονται και βρήκαν ένα μικρό cosy καφέ για τις συναντήσεις τους, αλλά και ως τόπο απελευθέρωσης βιβλίων. Τα
Έπεα Πτερόεντα βρίσκονται στην οδό Κανεβάρο κοντά στο παλιό λιμάνι.Το BookCrossing έχει να κάνει και με…

… τις συναναστροφές. Για πολλούς τα βιβλία είναι απλά οι αφορμή για να κάνουν παρέες και φίλους. Αν μας βρείτε, μιλήστε μας, δεν δαγκώνουμε! Δεν θα σας πάρουμε από τα μούτρα. Είμαστε καλά παιδιά! Αλήθεια! Τον Απρίλιο οργανώθηκε στην Αθήνα ένα «Συμπόσιο», η 2η πανελλήνια συνάντηση BookCrossers. Ήρθαν βιβλιοαπελευθερωτές από όλη την Ελλάδα, διασκεδάσαμε για ένα διήμερο σε στυλ «πενταήμερης», σπείραμε εκατοντάδες βιβλία στο ιστορικό κέντρο για να φυτρώσουν αναγνώστες, μέχρι και ταινία γυρίσαμε! Γνωρίσαμε και από κοντά έξι έλληνες συγγραφείς, τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, τον Αλέξη Σταμάτη, τη Λητώ Σεϊζάνη, την Έρση Σωτηροπούλου, τον Χρήστο Χρυσόπουλο και τον Λένο Χρηστίδη.Το σύνθημά μας είναι…

…«ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ!» Αφήστε τα να ταξιδέψουν!

Ελεύθερα και αβίαστα θέλουμε να πούμε…

… πως εμείς οι BookCrossers δεν είμαστε καμιά «κουλτουριασμένη» λέσχη. «Ταξιδεύουμε» βιβλία, κάνουμε παρέα, πάμε σινεμά, για ποτό, άμα λάχει ρίχνουμε και κανένα χορό. Πολλοί από μας δοκιμάζουν να γράψουν οι ίδιοι, άλλοι μοιράζονται τα κείμενά τους στο Ίντερνετ, άλλοι τα… εκμυστηρεύονται σε φίλους, άλλοι τα κρατούν για τον εαυτό τους και μερικοί έχουν την τύχη να τα δημοσιεύσουν. Όμως το βασικό μας χαρακτηριστικό είναι ότι διαβάζουμε. Μοιραζόμαστε τις απόψεις μας και θέλουμε να κάνουμε και άλλους να διαβάζουν! Σε μια Ελλάδα όπου το 43,5 % σε άνδρες και γυναίκες δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο (έρευνα ΕΚΕΒΙ, 2004) δεν είναι αυτό έστω και λίγο ενθαρρυντικό;

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ – η Μόλλυ Γιάρροου είμαι εγώ

Αχ, αυτή η Μόλλυ Γιάρροου… Πριν από λίγες μέρες, σε μια συναυλία του Λου Ρηντ, έπεσα επάνω (κυριολεκτικά) στην Τίλντα Σουίντον, μια ηθοποιό που λατρεύω πραγματικά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ-πολύ καιρό που σκέφτηκα τη Μόλλυ Γιάρροου: δεν κάθομαι να σκέφτομαι τα βιβλία μου…Πάντως, ναι, μου ήρθαν στο μυαλό τα κόκκινα μαλλιά της Μόλλυ…ίδια με της Τίλντα Σουίντον…Ένα πλάσμα σαν ιρλανδέζικο τελώνιο…(ένα leprechaun!). Ωστόσο, η Μόλλυ Γιάρροου είμαι εγώ, όχι η Τίλντα Σουίντον: το ξέρω, η δήλωση ακούγεται, εκτός από ανεπίτρεπτα στομφώδης, κλεμμένη από τον Φλωμπέρ. Τι να κάνουμε…Οι περισσότεροι άνθρωποι – όπως η Μόλλυ, όπως εγώ – αναγκαστήκαμε να διανύσουμε μακρύ δρόμο χωρίς ποτέ κανείς να μας βοηθήσει.

Ίσως κανείς δεν αναγνώρισε το ότι χρειαζόμασταν βοήθεια.

Το Παρίσι, όμως, είναι προστατευτικό, προτρεπτικό…Καμιά φορά είναι δυσβάσταχτο. Όταν πρωτοήρθα για να σπουδάσω, στην αρχή του 1980, ήμουν ένα παιδί. Για να εξοικονομήσω τα προς το ζην έγραφα εργασίες για ξένους φοιτητές που δεν ήξεραν καλά γαλλικά. Τις νύχτες χτυπούσα τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, μάρκας Μαρίτσα (!) ακούγοντας το “The River” του Μπρους Σπρίνγκστιν. Πληρωνόμουν όταν και εφόσον οι εν λόγω φοιτητές είχαν λεφτά` αλλιώς δεν πληρωνόμουν. Έμενα με έναν τελείως παλαβό άνδρα που κάπνιζε τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα και ο οποίος συχνά εξεδήλωνε σαδιστική συμπεριφορά. Το σπίτι μας βρισκόταν στον έκτο όροφο μιας αστικής πολυκατοικίας, στην άκρη του Πέμπτου Διαμερίσματος. Sous les toits de Paris. Αργότερα μετακομίσαμε στο Montrouge, σε ένα μελαγχολικό προάστιο…

Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη την εποχή ήταν να σπουδάσω: κοιτώντας προς τα πίσω απορώ πώς επέζησα εν μέσω σαδιστών, αλαζονικών Γάλλων, πανεπιστημιακής και οικονομικής πίεσης.

Ζω – με διαλείμματα – στο Παρίσι επί είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια: μερικές φορές νιώθω ότι ξέρω την πόλη σαν την τσέπη μου` άλλες φορές μού διαφεύγει εντελώς.

Ωστόσο, η Νέα Υόρκη και ο Μαλόουν αποτελούν ένα διαφορετικό κεφάλαιο: Η Νέα Υόρκη είναι, για μένα, το πιο συγκινητικό μέρος στον κόσμο` και ο ντετέκτιβ Μαλόουν το απόλυτο μητροπολιτικό ον.

Βέβαια, Σάββατο βράδυ στην πλατεία Εξαρχείων θυμάμαι το νότιο Μπρονξ όπου πέρασα τρισήμισι χρόνια διδάσκοντας ιστορία σε λύκειο. Παιχνίδι της τύχης: σε κάθε πόλη μένω σε γειτονιές σαν τα Εξάρχεια: σε “ευαίσθητες” πλατείες όπου οι ζωές είναι εύθραυστες. Αβεβαιότητα. Απροσδιοριστία. Death is so permanent.

Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας: αργότερα κατάλαβα ότι είχα μεγαλώσει πολύ διαφορετικά από τα παιδιά των προαστίων. Στο κέντρο υπήρχε ένταση, μουσικές, κινηματογράφοι, αυτοκίνητα. Για μια μακρά περίοδο της ζωής μου ήμουν ταυτισμένη με την “αυτοπία”: αγαπούσα τα αυτοκίνητα και την οδήγηση. Τώρα έχω αποκτήσει οικολογική συνείδηση…

Το έθνος και η σημαία μου προξενούν δυσφορία. Εκτός από τις πρόδηλες ιδεολογικές αιτίες, υπάρχει στο παρελθόν ένα σκοτεινό σημείο: το χριστιανο-πατριωτικό σχολείο όπου με έστειλε η οικογένεια για να με συντρίψει. Το εγχείρημα απέτυχε: ήμουν και είμαι ένας εξεγερμένος άνθρωπος που, όταν χρειάζεται, πληρώνει το κόστος αυτής της διαρκούς εξέγερσης. Αν υποκύψω και συμμορφωθώ, καλύτερα να μην υπάρχω.

Ο αντι-αμερικανισμός είναι νοσηρός όταν εκφράζεται με πάθος και απροσμέτρητη άγνοια. Παράλληλα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να εξαπλώνεται σαν αρρώστια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν ένα ιμπεριαλιστικό, μιλιταριστικό και θεοκρατικό καθεστώς. Όσο για μένα, θα ήμουν μια άλλη αν δεν είχα ζήσει μέσα στο ροκ εντ ρολ και αν δεν είχα περάσει μέρες, εβδομάδες, μήνες και χρόνια στη Νέα Υόρκη, στους αμερικανικούς δρόμους, στο Ντητρόιτ και στην ακτή του Ειρηνικού. Θα ήμουν μια άλλη αν δεν μιλούσα αγγλικά προτού μάθω ελληνικά. Η αγγλική γλώσσα είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά θαύματα όλων των εποχών. Ο αμερικανικός ουρανοξύστης: ένα από τα σύμβολα της ανθρώπινης φιλοδοξίας. Η αμερικανική Νέα Αριστερά: το πιο προηγμένο πολιτικό ρεύμα του 20ού αιώνα. Παρ’ όλ’ αυτά, η ηλιθιότητα επικρατεί τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. We are surrounded by idiots.

Πρέπει κανείς να μπορεί να ξεχωρίζει τον πολιτισμό από τα σκουπίδια του.

Ο θάνατος αναβάλλεται συνεχώς. Ο άνθρωπος πρέπει να επιλέγει πότε θα πεθάνει. Ο αξιοπρεπής τρόπος εξόδου είναι η αυτοκτονία.

Τα βιβλία που δεν έχουν γραφεί ακόμα είναι τα καλύτερα. Εξάλλου, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος.

Η Σώτη έχει χάσει το επώνυμό της. Ευτυχώς: δεν θέλει να ανήκει σε καμιά οικογένεια, πατριά ή σόι.

Οι αναγνώστες της είναι άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Συχνά λέω: ανατρέξτε στους συγγραφείς που, όταν τους διαβάζω, νιώθω θλιβερά ασήμαντη και την ίδια στιγμή χαίρομαι διότι υπάρχουν. Ανατρέξτε σ’ αυτούς που δεν θα φτάσω ούτε στο μικρό τους δακτυλάκι.

ΑΛΕΞΗς ΣΤΑΜΑΤΗς έφα…

Στον Αλέξη Σταμάτη δόθηκαν οι χρωματισμένες λέξεις και του ζητήθηκε, ελεύθερα και συνειρμικά, να τις ακολουθήσει… Χωρίς επαγγελματισμούς, ακαδημαϊσμούς, με μόνο προαπαιτούμενο την γραφή του, το ένστικτό του… Άλλωστε, εκεί δεν κρύβεται η αλήθεια ενός ανθρώπου; Ή ΚΑΙ εκεί…

Κομμάτια και θρύψαλα είναι το υλικό. Μνήμες, λησμονημένες εικόνες – μια σκηνή, επτά χρονών στη Ρόδο στα γυρίσματα μιας ταινίας, ένα καυτερό μεσημέρι σ’ ένα φέρι μπόουτ, ένα ποίημα ν’ απλώνει, να «παθαίνει» πλοκή μια μεθυσμένη κουβέντα ενός φίλου: «να σου χαρίσω μια λέξη;», μια παράσταση χοροθεάτρου του Κωνσταντίνου Ρήγου∙ ο χορευτής να βάζει τη μάσκα του Μινώταυρου, μια πεταμένη πολαρόιντ τριακονταετίας. Από τέτοια κομμάτια φτιάχνονται τα βιβλία.

 

Η λογοτεχνία είναι μοναχικός Πόθος, μοναχικό πάθος. Γιατί δεν μπορεί ένας άνθρωπος να κάθεται ήσυχα σ’ ένα δωμάτιο; (Πασκάλ) Γιατί ακόμα κι αν βλέπεις όλη μέρα μπροστά σου γεράνια και καλλιστήμονες στη βεράντα, αυτή τη μοναξιά θες να την κανείς ταξίδι, γιατί αυτή η ανάγκη για την άλλη «πλευρά», για τα «άλλα μάτια», σε κάνει, μέσα από τη ονειρική μηχανική της πραγματικότητας, να νιώθεις καρχαρίες στο δωμάτιο και να γραφείς, Έλληνας εσύ, στο διαμέρισμα της Θεολόγου για την Νέα Υόρκη.

 

«Ελληνική» φούγκα; Μα η «Φούγκα» είναι ελληνική, έστω κι αν εκτυλίσσεται στην Αμερική. Έλληνας ο ήρωας, Έλληνας ο συγγραφέας. Έμπνευση από το ταξίδι στην Αμερική, έμπνευση από το ταξίδι στην Αμοργό – έγινε δεν έγινε – έμπνευση και από το ταξίδι στην παιδική ηλικία. Ποιος θα μας λογοκρίνει την αφορμή; Τα «ντουλαπάκια» στην τέχνη αφορούν εκείνους που τα ’χουν στο μυαλό. Η προοικονομία στη λογοτεχνία φορά στην πλοκή όχι στο σχεδιασμό. Δεν γίνεται τέχνη με προγραμματικές δηλώσεις και οικονομικό – κοινωνική έρευνα. Άφησε που το έθνος δεν είναι μονό χωροταξική έννοια…

Αστείο λοιπόν να «κατηγορούνται» Έλληνες συγγραφείς ότι «αμολάνε» τους ήρωές τους στο εξωτερικό. Το θέμα είναι το βιβλίο να μιλάει. Κι ένα καλό βιβλίο μπορεί να μιλάει μέσα από το χωριό της επαρχίας, αλλά και μέσα από το υπερατλαντικό (αλλά και, γιατί όχι, και το διαγαλαξιακό) ταξίδι.

Ακόμα δεν έχω γράψει κάτι για το Λονδίνο, πόλη που σπούδασα, στα καλύτερά της, λίγο μετά το πανκ. Πόλη που καταβυθίστηκα σε μια δεκαετή περιπέτεια στην «άλλη όχθη». Πόλη που ξαναβρήκα αλλιώτικη. Όπως αλλιώτικη είναι κι η Αθήνα πια.

Υπάρχουν πράγματα εδώ που αγαπώ και άλλα που με λυπούν, που με γεμίζουν αποστροφή.

Αποστροφή; Πολύ σκληρό. Όχι – όπως είπα- λύπη. Λύπη για κάποιες εικόνες, αισθήσεις, καταστάσεις που χαθήκαν ανεπιστρεπτί, λύπη για φίλους που άλλαξαν, λύπη για μια δεκαετία πεταμένη στα σκουπίδια.

Αυτές τις ανακλήσεις όμως προσπαθώ να τις κόψω μαχαίρι. Μαχαίρι, πιστόλι, θηλιά. Εργαλεία θανάτου. Εργαλείο. Διαμεσολάβηση δράσης. Δράση. Ανάδραση. Έρωτας. Μνήμη, μίλα.

Θα θυμάμαι, πάντοτε το Δεκέμβριο του τέσσερα. Και κάποιους κόκκους καφέ. Ιδού το εργαλείο. Η ανάκληση, η ζωή, η αγάπη.

Η Λύτρωση.

Αλέξης έφα.

ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ – και η παρέα του Μπρετόν

Πώς;
όπως σου κατέβει στο κεφάλι, προχωρώντας μπροστά, χωρίς πολλή σκέψη, η πολλή σκέψη είναι βαρίδι, σε κρατάει πίσω μέχρι να σαπίσει ο αρχικός έρωτας, η παρόρμηση. Με ενθουσιασμό λοιπόν, σαν να μην ξέρεις πως όλα τελειώνουν, αγνοώντας πανηγυρικά την ντροπή της εντροπίας, για να προλάβεις να χαρείς τα χαμόγελα πριν μεταλλαγούν σε μορφασμούς και τα χάδια πριν διαστραφούν σε χαστούκια.
Πάθος;
Φυσικά πάθος, αυτή την κλωτσιά στον νωθρό πισινό της ύπαρξής μας, αυτόν τον προδότη τιμάω. Γιατί προδότη; Γιατί όταν ρίχνει τον φακό πάνω σου δεν γίνεται να κρύψεις τίποτα. Και το μεγαλείο και την αθλιότητά σου. Το ένδυμα του πάθους είναι η γύμνια- κόκκινη ή μαύρη, του έρωτα ή του θανάτου.
Αλήθεια;
Μα δεν υπάρχει αλήθεια στ΄ αλήθεια. Αλήθεια βαφτίζουμε την ορθολογικοποιημένη υποκειμενικότητά μας. Οπότε ας το δεχτούμε επιτέλους. Μήπως, λέω, μήπως μπορέσουμε να ακούσουμε αυτό που προσπαθεί να ψελλίσει τόση ώρα ο διπλανός μας…
Φόβος;
Εννοείται. Φόβος. Φόβος να πλησιάσουμε πολύ τη φωτιά, μήπως καούμε. Φόβος να απομακρυνθούμε πολύ, μήπως παγώσουμε. Φόβος μήπως πεθάνουμε αν… οπότε δεν… κι έτσι πεθαίνουμε ούτως ή άλλως…
Εσύ;
Εγώ. Η φυλακή μου. Εγώ. Το βασίλειο μου. Εγώ η φυλακή σας. Εγώ το βασίλειο σας.
Μυρωδιά;
Α, ναι, η μυρωδιά… Κάποτε ένα βράδυ μια μυρωδιά μ΄ έκανε να βαδίσω χιλιόμετρα να πάω να συναντήσω κάποιον. Δεν τον αγαπούσα πια. Αγαπούσα μόνο την ανάμνηση του. Που μύριζε έτσι.
Θυμός;
Ο εχθρός μου. Θυμώνω πολύ -το σιχαίνομαι αυτό. Γιατί χάνω το φως μου, όλο το φως που μάζεψα την άνοιξη για τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Γίνομαι κεραυνός που τα καίει όλα. Χωρίς διάκριση. Κι άντε μετά να ξαναφυτρώσει το χαμομήλι στο ρημαδοχώραφο…
Αναμνήσεις;
Σιχαίνομαι τη λέξη. Την προσπερνάω.
Γυναίκα;
Φυλακισμένη σε σουσούμια και μπουκαλάκια, σε περιοδικά με συμβουλές “Πώς να καταστρέψετε την ίδια σας τη ζωή χωρίς να το καταλάβετε ούτε εσείς η ίδια. Πώς να γίνετε το κοστούμι του εαυτού σας” (ψηλό, ξανθό με μες, και killer body).
Τέλος;
Μερικές φορές ανακούφιση. Αυτό είναι το τέλος λοιπόν; Και γιατί κάνουμε τόση φασαρία για να το αποφύγουμε; Αφού κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια…

Αύγουστος Κορτώ: Φυγή Ιδεών ή Απεραντολογία

[ο Αύγουστος Κορτώ, συγγραφέας του “Δαιμονιστή”, απαντά στις -σχεδόν ανύπαρκτες- ερωτήσεις μου…]
ένας γόνιμος μονόλογος
(υπό μορφήν διαλόγου
)
γιατί;;; Γιατί, γιατί… γιατί κλάνει το γατί, Δημήτρη. Γιατί έτσι είναι η φύση του ανθρώπου, Δημήτρη (δηλαδή η δική μου, κι άρα όλων των άλλων): να λέει, να διαβάζει, να γράφει. Αλλά και γιατί έχουμε το προνόμιο, Δημήτρη. Γιατί δεν μοχθούμε χειρωνακτικά (τουλάχιστον όχι εγώ). Γιατί ο Αλκιβιάδης (ο αρχαίος) ήτο παίδαρος ξεγυρισμένος (γνωστός και ως ξερολούκουμο) και γιατί ο Προύστ με τη μουστάκα τάπωνε τη χαμοκέλα του (πρώτο όροφο, Παρισινό μπον φιλέ) με φελλό για να μην του’ρθει συφόρεση αλλεργική. Και γιατί, τέλος, σ’εκείνη τη φωτογραφία που’δα πάλι προχτές και λαχτάρησα, που τράβηξε αυτός που ξεχνάω πώς τον λέγανε (ο Χρυσοχέρης, που πόθανε με την μπουκάλα;) τα ολόγδυμνα καπούλια της Σιμόν ντε Μποβουάρ έχουν μια τέτοια μοναξιά (και κυτταρίτιδα) που’ναι σαν να ζητούνε τη φωνή μου. πώς;;; Στην τέχνη, Δημήτρη, κανείς δεν ξέρει το πώς – εκτός από μένα. Ιδού λοιπόν πώς: έχεις απ’τη μια το ιερό χρέος απέναντι στ’αθάνατα αριστουργήματα (που ανατοκίζεται συνέχεια, σαν καταναλωτικό δάνειο ένα πράμα), κι από την άλλη το ταλέντο, που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι (σαν το μεταμοντέρνο μια κατάσταση), κι αυτά τα δύο, όταν φουρταλιάσουν με καταλύτη την Μούσα (την όποια μούσα πλην της Ουρανίας, που’κανε αστρονομίες και τέτοια ξενέρωτα και δεν έχει σχέση με την καλλιτεγνία), το’χεις το δημιούργημα έτοιμο, λιμπιστερό, χάρμα οφθαλμών Δημήτρη. ναι;;; Ναι στην τόλμη. Ναι στο ξεγύμνωμα. Ναι στο – αλλά νομίζω η ερώτηση είναι πιο γενικόλογη, συγγνώμη, παρασύρθηκα. Οπότε στην ερώτησή σου θα απαντήσω λέγοντας «ίσως» (γιατί όποιος λέει κατ’ευθείαν «ναι» είναι άνθρωπος λυσσασμένος και φτού του). λες;;; Δεν κάνω και τίποτ’άλλο. Αν δεν ήμουν και ψευδός, που από συστολή (λέμε τώρα) είμαι καμιά φορά λιγόλογος (ξαναλέμε τώρα), θα είχα πάει από ξηροστομία. τι;;; Κατ’αρχάς δε λέμε «τι;» σαν τσέλιγκες ο ένας στον άλλο απ’αντικρυνά κορφοβούνια. Λέμε «ορίστε;» ή «χίλια συγγνώμη, επαναλαμβάνετε;» Αλλά εννοιολογικά, «τι θες να πεις» δηλαδή, δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ιστορίες (όχι, δεν ακούγεται ωραίο, σκέτο «ιστορίες». «Μυθιστορίες»; Όχι, κι αυτή μαλακία λέξη είναι). Το βρήκα: θέλω να λέω τραγούδια της ψυχής (εμετικό στη διατύπωση, αλλά πολύ κοντά στην α-λήθεια, που είναι άλλο απ’την αλήθεια χωρίς παύλα, γιατί μέχρι να πεις το «-λήθεια», προλαβαίνεις να σκεφτείς ένα πιο πειστικό ψέμα και λες το ψέμα κι ησυχάζεις). εσύ;;; Πάντα εγώ. Παντού εγώ. Σ’όλους τους χαρακτήρες μου, αλλά και στους χαρακτήρες των άλλων. Έχω πρωταγωνιστήσει ερήμην των δημιουργών τους σε όλα τ’αγαπημένα μου βιβλία, έχω παίξει σε όλες τις αγαπημένες μου ταινίες, κι έχω συνθέσει όλες τις αγαπημένες μου μουσικές. Κι επιπλέον, έχω μεν μονάχα δύο ονόματα (και το ένα, φεύ, πραγματικό), αλλά κι ο Πεσσόα που’χε εβδομήντα τόσα (στα αγγλικά αυτό λέγεται ‘a psychiatrist’s field day’) είναι που δεν είχε βρει ένα και καλό και τον έτρωγε η αναποφασιστικότητα (ενώ κανονικά στο ‘Άλβαρο ντε Κάμπος’ έπρεπε να πει το μπάστα, καθ’όσον αυτό δεν είναι όνομα, είναι η καύλα προσωποποιημένη). πού;;; Στα Εξάρχεια. Πάντα. Ή – αν μιλάμε για το πού βρίσκεται η ψυχή μου, όταν «δημιουργώ» – πάλι στα Εξάρχεια. (Στο υπερπέραν βρίσκεται μόνον το αστρικό μου σώμα΄ το οποίο αστρικό σώμα κάνει συχνές στάσεις και στο Βερολίνο, γιατί τα τζιν τόνικ κάνουν τριάμισι ευρώ και μιλάμε για τζιν τόνικ σε κάτι ποτήρες σα στέρνες). πότε;;; Συνέχεια, αν δεν πεθάνω στον ανθό μου. Που δεν το πιστεύω. Θέλω να ελπίζω ότι σε μερικά χρόνια θα πουλάν καρδιές (όχι σαν το άζμα του Μητροπάνου, αλλά κλωνοποιημένες, τζιτζί για μεταμόσχευση, και ποιος τον γαμεί τον κλώνο μου τον αγέννητο. Επίσης θα χρειαστώ και πνευμόνια, ήπαρ, πάγκρεας, ίσως κανά νεφρό, και το κολλαγόνο του κλώνου που τί θα το κάνει έτσι κι αλλιώς, στο μνήμα θα το πάρει;) εγώ;;; Αν αφαιρέσεις τα ερωτηματικά, είναι η αγαπημένη μου λέξη. Εγώ… το λες και γεμίζει ο στόμας. (Και ριμάρει και με το ‘Κορτώ’, που είναι οπωσδήποτε πράγμα σημαδιακό). τέλος;;; Ποτέ. Δεν το δέχομαι. Η ζωή, η δημιουργία (ή η δημιουργία της ζωής, ή η ζωή μες στη δημιουργία, κ.ο.κ.) δε γίνεται να σταματήσουν. Τα δικά μου ιδίως, με τίποτα. Είπαμε: θα τεκνοποιήσω, θα κλωνοποιηθώ, θα γίνω πάτσγουορκ, εν ανάγκη θα πολεμήσω στους πολέμους που θα γίνονται για το νερό (με τα στρατεύματα του Evian), άμα ανέβει η στάθμη των υδάτων και τον πιεί η Μεσόγειος θα σκαρφαλώσω στο Νεπάλ σαν το γκνού, κι άμα πέσει μετεωρίτης και πεθάνουν ζώα, φυτά και σούπερ μάρκετ θα μυηθώ πάραυτα στην ανθρωποφαγία. Γιατί ο θάνατος είναι αυτό που συμβαίνει στους άλλους. Μόνο.

συνέντευξη με τη Λώρη Κέζα ή το αίνιγμα της Σφίγγας

Ένα ερωτηματολόγιο φτιαγμένο αποκλειστικά για την κ. Κέζα, τη δημοσιογράφο των “βιβλίων” του Βήματος και εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού “να ένα μήλο1. Σε ένα καφενείο των Εξαρχείων είναι μαζεμένοι ο Προυστ, ο Κάρβερ, ο Κούντερα, η Άτγουντ και η Πλαθ. Τηλεφωνούν στη Λώρη, ο καθένας ξεχωριστά και κρυφά από τον άλλον, και την καλούν να έρθει. Αυτή απαντά στον/στην

Προυστ: να καθήσουμε στον ίσκιο των ανθισμένων δέντρων
Κάρβερ: πικρό τον πίνεις;
Κούντερα: να φύγουμε με την άμαξα, όχι με τη μηχανή
Άτγουντ: κανά νέο από την πατρίδα;
Πλαθ: να φέρω το παιδί; δεν θέλω να το αφήσω μόνο του

2. Ήρθε η στιγμή της συντέλειας του κόσμου και μαζί της η ερώτηση από τον Υπεύθυνο Βιβλίων του Θεού: “Τι έκανες, Λώρη μου, εσύ μέχρι τώρα για τα βιβλία;” Και η Λώρη απαντά:

Τα αγάπησα

3. Ακούγονται φωνές απ’ το δρόμο. Είναι πρωί, πολύ πρωί, μετά από τρία απανωτά hang-over η Λώρη ξυπνά και βγαίνει στο μπαλκόνι. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι στον πρώτο μετακομίζουν όλοι οι συνεργάτες του “να ένα μήλο”. Η Λώρη κατεβαίνει αναμαλλιασμένη κάτω και τους λέει:

Ααα, τι σύμπτωση. Κι εγώ μετακομίζω σήμερα.

4. Το τελευταίο τεύχος του “να ένα μήλο” πουλά 50.000 αντίτυπα. Η Λώρη σκέφτεται μόνη στο γραφείο της:Γιατί χάσαμε τους μισούς αναγνώστες;

5. Χτυπά το τηλέφωνο και ανακοινώνεται στη Λώρη ότι έχει κερδίσει μία προπληρωμένη golden card με απεριόριστο όριο σπατάλης για 2 ώρες που μπορεί να το χρησιμοποιήσει μόνο σχετικά με το “να ένα μήλο”. Αυτή αντιδρά ως εξής:
Κλαίω που δεν μπορώ να τα ξοδέψω για πάρτη μου.

6. Κάπου στο Κολωνάκι, πετάγεται η Σφίγγα από μια γωνιά και είναι έτοιμη να αμολήσει το αίνιγμά της στη Λώρη. Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη η Σφίγγα, η Λώρη της αντιτείνει:

Πού κουρεύεσαι;

7. Η Αθήνα μέρες του δεκαπενταύγουστου. Ζέστη της κολάσεως, κανείς ένα-γύρω εδώ και μέρες, ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο και η Λώρη τρέχει να απαντήσει ευχόμενη εν τω μεταξύ να ακούσει:

Πάμε για μπάνιο;

8. Οικονομικό κραχ στο χώρο του βιβλίου στην Ελλάδα. Τα πάντα καταρρέουν, τα έντυπα του βιβλίου και οι εκδοτικοί οίκοι κλείνουν και σταματούν να κυκλοφορούν το οτιδήποτε. Η στιγμή της μεγάλης απόφασης για τη Λώρη ήρθε και είναι:

Διαλέγω πιο φτηνό χαρτί (αυτό είναι εφιάλτης)

9. Και κάτι καθημερινό, κλισέ, όσο και αναγκαίο: Τι θα διαβάσει η Λώρη τώρα το καλοκαίρι;

Σίγουρα αρκετά αστυνομικά.

10. Λίγα λεπτά μετά το πέρας αυτής της συνέντευξης, το πρώτο πράγμα που η Λώρη σκέφτεται και θέλει εκτός ερώτησης να πει, είναι:

Καλά είναι τρελή η διαιτολόγος; Τρώγεται το κοτόπουλο με γιαούρτι;

χωρίσεμεις

Γιατί πώς αλλιώς, αφού φοβήθηκε ο πόνος να ξεσπάσει και έβαλε ασπίδα στο πρόσωπο τα χέρια. Γιατί έπαψες να με ρωτάς; Τώρα κατάντησα να μη θυμάμαι την απάντηση και σε λίγο δε θα την ήξερα ποτέ. Πάνω από το φαροφύλακα κρέμεται ακόμα εκείνο το κοπίδι, κι εκείνη η αράχνη που ζούσε μέσα στην τσέπη του, έγινε ρολόι και του θυμίζει τη θάλασσα χωρίς εμάς. Χωρίς εμάς κι εμείς χωρίς εμείς, χωρίσεμεις, χωρίσαμε, χωρίσεμας, χώρισέ μας.Παραληρηματικές ονειρώξεις κι οι φύλακες του δέρματος, οι θύλακες έπρεπε να πω;, ανοίγουν τόσο που να ξαναχωρέσουν το μαύρισμα που έκανες κάτω από τη λάμπα που βλέπαμε τα γράμματα του παιδιού που βγήκε από σένα και, ω της συμπτώσεως, ήταν και δικό μου. Κι ο έρμος ο Ερμής, μικρούλα μου, γελά γιατί ξέρει να μετρά τις γέννες με τα φτυάρια και τις αξίνες που κρατά στα χέρια της η ερωμένη τού Άδη. Άδης. Άδειος. Ναι! Υπάρχει ο Άδης χωρίς να χρειάζεται να τον φιλά αυτή η πόρνη θεΐνα. Μην αναρωτιέσαι πού γέννησες απόψε.

Τα ξέρω όλα χωρίς να με ρωτά κανείς, μιας και η αλητεία των θεών ξέρει τι έμεινε κανείς να ξέρει χωρίς να τον ρωτούν. Χωρίς να τον ρωτούν τι πρέπει να θυμάται. Κι εγώ από ’δω και πέρα θα υπακούσω πιστά στο παιχνίδι τους, αφού ένα παιδί γεννήθηκε κι εγώ συμπίπτω με την ώρα. Τέλος για τους σταυρούς, τέρμα οι αντιπαροχές των αμαρτιών που έχτιζαν οι άγγελοι παραδείσους χωρίς θεούς, αφού οι θεοί, αγράμματοι, δεν έχουν ποιον να τους σχωρέσει. Χαρούμενες στρατιές ερωτευμένων χοροπηδούν πάνω στα αντικείμενα του έρωτά τους. Κι εσύ από εκεί που συνεχίζεις να γεννάς και να γεννάς και να γεννάς, άμορφή μου, κι εγώ -λυτρωμένος πια από συμπτώσεις- βάλλω εναντίον αυτών που περίμεναν τον έρωτα και ο ηλίθιος ήρθε. Ήρθε ο απατεώνας και ήταν όπως τον περίμεναν. Καμμιά έκπληξη. Καμμιά κατάρα. Όλα όμορφα κι ωραία. Μιμήσεις πράξεων σπουδαίων και τελείων δε θέλατε; πάρτε τώρα να ’χετε μια ακόμα ζωή ίδια μ’ αυτή που ζείτε.

Ηδονισμός και σταυροκόπημα με χέρια γεμάτα τέλος. Με πονούν οι συμπτώσεις. Με πονούν οι συμπτώσεις, μάζα μου. Αποδείξεις μιας ζωής που χώθηκε και σκεπάστηκε για πάντα σε μια άμμο ακίνητη.

Ας ήταν τουλάχιστον κινούμενη να παίρναμε και κανέναν άλλον μαζί μας. Έστω και δια της βίας.

σύγχρονες ελληνίδες συγγραφείς [εισαγωγικές σκέψεις]

Σύγχρονες ελληνίδες συγγραφείς

«Γυναικεία», «έμφυλη» και «ροζ» λογοτεχνία – εισαγωγικές σκέψεις

Αντί εισαγωγής

Εκ των προτέρων αναφέρω μόνο ότι το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απλώς ένα πλαίσιο εισαγωγικών σκέψεων, χωρίς περαιτέρω εμβαθύνσεις και αναλύσεις.

Η ιδέα γι’ αυτή τη δημοσίευση γεννήθηκε όταν, συνειδητοποιώντας τη σύγχρονη παραγωγή στον χώρο της πεζογραφίας εκ μέρους των γυναικών, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μετά τα ονειρεμένα βιβλία της Μέλπως Αξιώτη υπάρχει εν πολλοίς ένα χάος απύθμενο στο πεδίο της δυναμικής και υψηλής λογοτεχνικής γραφής βιβλίων από γυναίκες, με εξαίρεση, κυρίως, την παρουσία της Μάρως Δούκα, της Ζυράννας Ζατέλη και της Ρέας Γαλανάκη, και σε άλλον βαθμό τής Μαργαρίτας Καραπάνου ή της Ευγενίας Φακίνου.

Το κενό ωστόσο έρχεται να καλύψει μια άτυπη ομάδα γυναικών που προκαλεί, προτείνει, παρεμβαίνει και παλεύει, όχι πάντα με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ν’ αλλάξει εκ θεμελίων το λογοτεχνικό τοπίο της χώρας μας. Είναι αυτή η «κάστα» ελληνίδων συγγραφέων που γράφει, διαβάζει, κονιορτοποιεί και ξαναχτίζει την παραγωγή εξαιρετικών έργων από γυναίκες προς όλους. Άρα, καταργείται το φύλο προέλευσης του/της συγγραφέα, όχι γιατί δεν έχει σημασία, αλλά γιατί δεν επιβάλλεται στο σύμπαν της αφήγησής του.

Βέβαια, ο πολυσυζητημένος όρος «έμφυλη λογοτεχνία», για να το πούμε έτσι, δεν είναι εξ αρχής αρνητικός. Όταν χρησιμοποιείται, ωστόσο, κατά τον τρόπο που βλέπουμε κάθε τόσο στην ελληνική λογοτεχνία, τότε ίσως θα πρέπει να κοιτάξουμε και λίγο το κοινωνιολογικό υπόβαθρο ή το ευρύτερο πλαίσιο όλων αυτών των φαινομένων. Όσο για τη λεγόμενη «γυναικεία λογοτεχνία», μάλλον μιλούμε περί αφηγηματικής τεχνικής, παρά περί τέχνης καθαυτήν.

Οι συγγραφείς

Έχει γίνει πολύ μεγάλη κουβέντα σχετικά με τη λογοτεχνική παραγωγή εκ μέρους των γυναικών. Αν ρίξει κανείς έστω και μια μικρή ματιά στις λίστες με τα ευπώλητα βιβλία, θα αντιληφθεί αυτόχρημα τι βιβλία διαβάζουν οι περισσότεροι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Αν βέβαια λάβουμε υπ’ όψιν μας την απόλυτη κυριαρχία της τηλεόρασης, με τα μεσημεριανά, τις σαχλές τηλεοπτικές σειρές και τα ριάλιτι σόου, δεν θα μας φανεί και τόσο απρόσμενο το γεγονός των αναγνωστικών προτιμήσεων των συμπατριωτών μας.

Έτσι λοιπόν, τα βιβλία που κυριαρχούν σήμερα στην αγορά αποτελούν απότοκα μιας παρωχημένης, αν όχι υπερβολικά κιτς, τηλεόρασης. Μ’ αυτό κατά νου, κάποιοι εκδότες, καθώς και πολλές συγγραφείς, έχουν καταφέρει να κατακλύσουν την αγορά για την οποία κάνουμε λόγο.

Θα αποπειραθώ να κατηγοριοποιήσω κάποιες, όλες θα ήταν αδύνατον εν προκειμένω, σημαντικές νεοελληνίδες συγγραφείς, περί ων βέβαια ο λόγος, σε τέσσερις ενδεικτικές κατηγορίες (σε παρένθεση τίθενται τα τελευταία βιβλία της καθεμιάς συγγραφέως):

1) Οι Μοντέρνες: Εδώ εντάσσονται αναμφισβήτητα η Σώτη Τριανταφύλλου («Ο χρόνος πάλι», εκδ. Πατάκη), η Μαρία Μήτσορα («Με λένε λέξη», εκδ. Πατάκη), η Μαριάννα Κορομηλά («Η Μαρία των Μογγόλων», εκδ. Πατάκη), η Ασημένια Σαράφη («Φεγγαράδα στο δέρμα», εκδ. Πατάκη) και η Βασιλική Ηλιοπούλου («Σμιθ», εκδ. Πόλις) έχοντας δώσει σημαντικά γραπτά κείμενα με τεράστιο βεληνεκές και άλλο τόσο μεγάλο βάθος.

2) Οι Μεταμοντέρνες: Ο κατάλογος είναι κατά τι μακρύτερος αλλά εκ των ων ουκ άνευ πολιτογραφούνται η Ιωάννα Μπουραζοπούλου («Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;», εκδ. Καστανιώτη – Athens Prize for Literature 2007), η Αργυρώ Μαντόγλου («Όλα στο μηδέν», εκδ. Ελληνικά Γράμματα), η Άντζελα Δημητρακάκη («Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα», εκδ. Εστία), η Δήμητρα Κολλιάκου («Θερμοκρασία δωματίου», εκδ. Πατάκη – Athens Prize for Literature 2006, η «Η ασθένεια των βουνών», εκδ. Πατάκη), η Κατερίνα Χρυσανθοπούλου («Το κινέζικο δωμάτιο», εκδ. Τόπος) και η Ελένη Γιαννακάκη («Τα χερουβείμ στη μοκέτα», εκδ. Εστία). Πανέμορφος σωρός από κείμενα και αφηγήσεις που ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος σε μια πρόκληση που τον βρίσκει προ τετελεσμένου και που αποφασίζει να βουτήξει με μιαν ανάσα στο σύμπαν τους.

3) Οι Σύγχρονες: Εδώ εντάσσονται ανυπερθέτως η Μαρία Κουγιουμτζή («Άγριο βελούδο», εκδ. Καστανιώτη), η Λένα Διβάνη («Τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω», εκδ. Καστανιώτη), η Έρση Σωτηροπούλου («Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές», εκδ. Κέδρος), η Λίλυ Εξαρχοπούλου («Μια αγάπη σαν Κέρκυρα», εκδ. Κέδρος), η Μαρία Γαβαλά («Τα κορίτσια της πλατείας», εκδ. Πόλις), η Εύη Λαμπροπούλου («Όλα τα μήλα – lust story», εκδ. Κέδρος), η Εύα Στάμου («Μεσημβρινές συνευρέσεις», εκδ. Μελάνι), η Έλενα Μαρούτσου («Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», εκδ. Καστανιώτη – Athens Prize for Literature 2008) και η Σοφία Νικολαΐδου («Ο μωβ μαέστρος», εκδ. Κέδρος). Γεμάτες φωνές αστείρευτης εκφραστικής ατμόσφαιρας, με στοιχεία αυτοαναφορικότητας που δεν προσβάλλουν και δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη του αναγνώστη.

4) Οι Καινούργιες και Υποσχόμενες: Ενδιαφέροντα δείγματα γραφής έχουν δώσει οι πρωτοεμφανιζόμενες Σταυρούλα Σκαλίδη («Προδοσία και εγκατάλειψη», εκδ. Πόλις), Μαρία Μαρκουλή («Ντράιβ Ιν», εκδ. Κέδρος), Λένα Κιτσοπούλου («Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», εκδ. Κέδρος), Μαρία Σούμπερτ («Η Ρόζα στη μέση», εκδ. Μελάνι), Ντορίνα Παπαλιού («Γκάτερ», εκδ. Κέδρος), Κάλλια Παπαδάκη («Ο ήχος του ακάλυπτου», εκδ. Πόλις), Στυλιάνα Γκαλινίκη («Όλα πάνε ρολόι [ή σχεδόν]», εκδ. Μελάνι) και Μαρία Φακίνου («Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.», εκδ. Καστανιώτη), με μια γραφή που υπερπηδά τον μέσο όρο της σύγχρονης παραγωγής εκ μέρους των γυναικών και προχωρά πέρα απ’ την πασίγνωστη γκρίνια (με ή χωρίς εισαγωγικά) που χαρακτηρίζει διάφορες συναδέλφους τους.

Και τελικά τι;

Το ζήτημα της σύγχρονης γυναικείας λογοτεχνικής παραγωγής… καίει τους αναγνώστες που αναζητούν νέα γραφή, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς προαπαιτούμενα και κυρίως χωρίς χιλιοειπωμένα κλισέ (κάτι που δεν αποφεύγεται πάντοτε, για να ’μαστε και ακριβοδίκαιοι) που απλώς αναπαράγουν τη θέσμιση μιας ερωτικής, αναδρομικής ή έναντι, καρικατούρας.

Όταν η αυτοκαταστροφικότητα (από πλευράς προϋποθέσεων που γίνονται σαφείς) κάποιων –εξαιρετικών κατά τα άλλα– εκδοτών (που μοιραία οδηγεί στην αλλαγή προσανατολισμού της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης) τοποθετεί τα ρέστα της γυναικείας παραγωγής μεταξύ αρώματος και σουτιέν, ανάμεσα στο τάδε κραγιόν και τη δείνα μάσκαρα, οι ως άνω γυναίκες συγγραφείς αλλάζουν τον ρου της εγχώριας λογοτεχνικής παράδοσης, μεταφράζουν, αναλύουν, σπουδάζουν και επαναστατούν έναντι, ενδεικτικά και μόνο, της αντιμετώπισης της λογοτεχνίας με τον τρόπο της ερώτησης υπέροχης κορασίδος στο βιβλιοπωλείο της «Πρωτοπορίας»: «Έχετε κάτι σε ευχάριστο;» με τον τόνο αναζήτησης στο Hondos Center του τύπου: «Υπάρχει αυτό το μπλουζάκι σε πράσινο;»

Βέβαια, τα πράγματα ίσως και να μην είναι τόσο απλά για το υπό πραγμάτευση θέμα. Ο φαύλος κύκλος που έχει ανοίξει δεν μοιάζει να διαγράφεται στο εγγύς μέλλον. Κοντολογίς, όσο η αγοραστική δύναμη στον χώρο του βιβλίου θα καθορίζεται, τύποις ή κρυφίως, από αναγνώστες που αναζητούν στην ανάγνωση τη συνέχεια της τηλεόρασης, τόσο περισσότερο θα προμηθεύεται η αγορά με έργα τής μιας χρήσης, αλλά και τόσο θα δημιουργείται η ανάγκη για περισσότερη αντίστοιχη παραγωγή. Χαρακτηριστικό, δε, είναι και το παράδειγμα, ας πούμε, ανδρών συγγραφέων, όπως ο Άρης Μαραγκόπουλος, ο Βασίλης Αλεξάκης, ο Δημήτρης Μπουραντάς ή ο Άρης Σφακιανάκης, που προσπάθησαν να διεμβολίσουν το γυναικείο κοινό, αποπειρώμενοι ν’ αναπαραγάγουν αντίστοιχα κείμενα με έντονο, εν προκειμένω, το ερωτικό στοιχείο.

Και αναρωτιέμαι, με προβοκατόρικη διάθεση, γιατί ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης («Δεύτερη γέννα», εκδ. Πατάκη) χρειάζεται μόλις ενενήντα σελίδες για να περιγράψει τον ψυχισμό μιας γυναίκας καθ’ ολοκληρίαν, ενώ διάφορες κυρίες αναλώνονται σε χιλιάδες σελίδες για να μην πουν στο τέλος απολύτως τίποτα, παρά μόνο δημιουργούν χαρακτήρες ανέξοδους και πληκτικούς.

Τελικά, την ίδια στιγμή που αλλού παράγονται και συζητιόνται βιβλία γυναικών του βεληνεκούς της Μάργκαρετ Άτγουντ, της Έλσα Μοράντε, της Άννα Ζέγκερς και της εξαιρετικής Γιόκο Ουγκάουα ή ακόμη και της Άννυ Πρου, της Τζόις Κάρολ Όουτς, της Α.Λ. Κέννεντυ, της Τζάκι Κέι, της Άλι Σμιθ ή της Ελφρίντε Γιέλινεκ σε άλλο βαθμό –και πάλι οι αναφορές είναι αποκλειστικά ενδεικτικές–, εδώ επιμένουμε να διαβάζουμε ανιαρά μυθιστορήματα γι’ αλυσίδες γενεών από γυναίκες, με μιαν οικογενειακή σάγκα αναδημιουργούμενη απ’ τις στάχτες της και μ’ έναν ιστορικό αντικατοπτρισμό ν’ ανασυνθέτει τις αλύτρωτες πατρίδες (κυρίως αυτές!), δημιουργώντας έτσι έναν ιδιότυπο μετα-μεταμοντέρνο φεμινισμό που προτάσσει την επιστροφή των γυναικών στον μουσακά∙ ή έστω στο αιώνιο κομμωτήριο…

J.D. Salinger (1919-2010) – O φύλακας στη σίκαλη

«Όνειρα γλυκά, μάπες!»

Ένα μυθιστόρημα για έναν έφηβο που καθρεφτίζει όλες τις ηλικίες,

που ταράζει τα νερά της γνωστής γραφής για εφήβους

*

Ο φύλακας στη σίκαλη

J. D. SALINGER

ΜΤΦΡ. ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 1978

ΣΕΛ. 255, ΤΙΜΗ €15,15

Αυτό το βιβλίο μ’ ακολουθεί παντού. Λειτουργεί μάλλον υποσυνείδητα. Το χρονικό ενός εφήβου, ενός παιδιού που πήρε τη μεγάλη του απόφαση, διατάζοντας εαυτόν να τρέξει προς την ελευθερία. Ο ήρωας μιας χαμένης εφηβείας και μιας δρασκελιάς από τ’ αμερικανικά (εφηβικά) πρότυπα. Βιβλίο του μεταπολεμικού ρεαλισμού και πηγή του ύστερου ρεύματος που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρόμικος/μινιμαλιστικός ρεαλισμός. Αλλά τι σημασία έχουν όλ’ αυτά όταν μιλάς για ένα τέτοιο βιβλίο;

Ο Χόλντεν Κόλφιντ, στο τέλος της εφηβείας του, λαμβάνει τον ρόλο του αντιήρωα, ενός γνήσιου παρία, με την έννοια της άγουρης ακόμα οντότητας που απορεί για όλα και αμφισβητεί τα πάντα και που θέτει ερωτήματα (αναπάντητα για πολλούς, ανύπαρκτα για άλλους). Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Χόλντεν περνά μέσα από μιαν απαράμιλλη αγνότητα, από μιαν επίδοση σε γλώσσα του δρόμου, από τον ίδιο τον δρόμο όμως (που σήμερα γίνεται καφετέρια, ίντερνετ, ευτυχώς φορές φορές και διαδήλωση), έτσι όπως μόνον ένας έφηβος (όχι κατ’ ανάγκην Αμερικανός) μπορεί ν’ αποδώσει, με όλες εκείνες τις επαναλήψεις (το «…και τα ρέστα» κυριαρχεί παντού)· ικανά όλ’ αυτά να σε οδηγήσουν σε μιαν απολαυστική εξατομίκευση και οικειοποίηση του κειμένου. Είναι ο αντιήρωας εκείνος που αποδρά από τον κόσμο, που ξέρει ότι σύντομα θα γίνει κομμάτι του. Κι ενώ ο Salinger, παρ’ όλα τα αυτονόητα –για τους «μεγάλους»– διάσπαρτα στο κείμενο, προσπαθεί να χτίσει τον Χόλντεν μέσα στο πλαίσιο μιας μυθιστορηματικής πλοκής που διαρκώς μένει ανολοκλήρωτη, εσύ, ο αναγνώστης, όποιας ηλικίας, επανέρχεσαι για να διασώσεις ένα κομμάτι της ζωής που ονειρεύτηκες ή της μνήμης που έχασες στην πορεία.

Ο δεσμός που δένει τον αναγνώστη με αυτό το βιβλίο είναι μια εσωτερική δικτατορία που σε στοιχειώνει, όχι, βεβαίως, γιατί υποκλίνεσαι στο μέγεθος του συγγραφέα του, αυτό είναι δεδομένο, αλλά πολύ απλά γιατί το κείμενο αυτό ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη. Ο Φύλακας στη σίκαλη είναι εκείνο το αδηφάγο μυθιστόρημα που σε τραβά απ’ το μανίκι και σε ρωτά, παιδί κι αυτό, σε πόση ώρα φτάνουμε.

Πού όμως;

Το τέρμα που ο καθένας από εμάς είχε βάλει στόχο να φτάσει παραμένει ακατάληπτο – άγνωστο, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Χόλντεν και η Φοίβη, η αδελφή του, απαλλαγμένοι απ’ οποιαδήποτε έννοια και ιδέα που δεν πατά στο πραγματικό, γυμνοί και καθαροί πια από τα ρούχα κάποιας ενοχής, ταξιδεύουν μέσα στη συνείδηση των μεγάλων. Με λόγο απλό και μετρημένο: ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι ο αέρας που πνέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε σε μιαν –αθώα ή μη– εφηβεία, μας ζωντανεύει μνήμες αργότερα, αλλά και μας ωθεί –βεβιασμένα είναι η αλήθεια– σε μια χοάνη που κρύβει μέσα της όλους τους προορισμούς που πετύχαμε ή εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, ως εφιαλτικά και συνάμα μαγευτικά απωθημένα.

Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα ενηλικιωμένο παραμύθι χτισμένο με μιαν αλήθεια που ένας έφηβος αποζητά να δοκιμάσει, όχι για να δικαιολογήσει τη στάση του, αλλά για να νιώσει ακόμη μία φορά ότι ο κόσμος είναι η φθορά της εφηβείας. Ό,τι υπάρχει όπως το ξέρουμε σήμερα, στο κάθε σήμερα, είναι απόρροια μιας απώλειας: της εφηβείας, που δεν ασχολείται μόνο με τα σπυράκια και τις όψιμες εισαγωγές σε κάποιο πανεπιστήμιο (που είναι τόσο σημαντικά κι αυτά, τόσο ψυχοφθόρα και διαμορφωτικά), αλλά με τον φόβο (και τη σιγουριά) ότι θα γίνει μέλος της ζωής που αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια.

Αυτά μπορεί να μοιάζουν σαν ένας πρωθύστερος συμβιβασμός. Ο Χόλντεν γνωρίζει τι τον περιμένει, ξέρει καλά πού θα χαθεί και πού θα τρέξει να κρυφτεί. Ωστόσο, αν δούμε λίγο πέρα απ’ όλ’ αυτά, η συνθηκολόγηση με την ιδέα του ερχόμενου δίνει τη σπιρουνιά που χρειαζόμαστε όλοι για ν’ αμυνθούμε αρχικά και να επιτεθούμε, με μιαν ακατάληπτη ηρεμία, αργότερα: «Γνώρισμα του ανώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να πεθάνει ευγενικά για μια υπόθεση. Γνώρισμα του ώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να ζήσει ταπεινά γι’ αυτήν» (σ. 226).

Τέλος, ο Salinger κατάφερε να συμβάλει καθοριστικά σ’ ένα ζήτημα που τίθεται συχνά. Είναι άραγε ανάγκη ένας έφηβος να διαβάζει τα γνωστά εφηβικά βιβλία ή μπορεί τελικά να βρει τον αναγνωστικό του δρόμο (και) αλλού; Η απάντηση δίνεται ολοκάθαρη μετά το πέρας της ανάγνωσης.

Και κάτι ακόμη: σήμερα, μπορούμε ακόμα να ξεκοκαλίζουμε το βιβλίο γιατί η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη μάς το χάρισε με όλη την αγάπη, τη γνώση και την ικανότητα που ένας μεταφραστής μπορεί να διαθέσει στη δουλειά του. Ήδη απ’ το 1978 που πρωτοεκδόθηκε.

το παρτάλι – θεόδωρος γρηγοριάδης

Ακόμα ένα παλαιότερο βιβλίο. Είναι καλή η εποχή να επιστρέφει κανείς σε διαβάσματα του παρελθόντος. Το “Παρτάλι” είναι ένα βιβλίο που ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, επιτέλους, μετά από χιλιάδες σελίδων, επιστρέφει σε ένα αστικό κέντρο, τη Θεσσαλονίκη.

Η Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τότε που η διανοήση προσπαθεί να ανασυνταχθεί με πρωτοπόρους τους φοιτητές. Στη Θεσσαλονίκη, κάτι αρχίζει να κινείται στο background του βιβλίου, κάτι αρχίζει να μυρίζει πρωτοπορία. Επτά χρόνια ήταν αρκετά. Ήρθε η ώρα της αντίστασης στη νέα, κεκαλυμμένη καταπίεση’ οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι αρχίζουν να ξυπνούν από το λήθαργο, θαρρείς, αιώνων. Αλλά αυτό είναι ό,τι συνυπάρχει βοηθητικά στο μυθιστόρημα αυτό.

Αλλού είναι το ζουμί του κειμένου.

Ο Γρηγοριάδης, πιστός οπαδός του μεταμοντερνισμού, άξιο παιδί του Joyce και της αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας, και -γιατί όχι;- του Κάφκα σε τούτο τουλάχιστον το βιβλίο, επεξεργάζεται και κομματιάζει εις τα εξ ων συνετέθησαν τις καλύτερες στιγμές του νέου ρεύματος που η λογοτεχνική παραγωγή έχει πια ανάγκη. Μορφολογικά και αισθητικά, για να ξεκινήσει κανείς να απαριθμεί τα πλεονεκτήματά του, το “Παρτάλι” ως σχήμα και “πράγμα” είναι έτοιμο να σου μιλήσει, αν όχι να σε κατακτήσει, κάτι που το χρειάζεσαι έτσι κι αλλιώς… Πάνω απ’ όλα, κατακτά τον αναγνώστη ο πίνακας του εξωφύλλου (του εξαιρετικού Αλέξη Βερούκα) που δεν ξαφνιάζει απλώς, αλλά οδηγεί τη φαντασία στο ένδον μιας Άλλης ύπαρξης που ούτε καν υποψιαστήκαμε ποτέ ότι ενυπάρχει μέσα μας, στον ίδιο μας τον εαυτό. Εδώ, στο εξώφυλλο, ξεκινά όλη η ιστορία.

Θεσσαλονίκη. ‘Ενα αινιγματικά γοητευτικό πλάσμα, με παλιομοδίτικα φορέματα, περιφέρεται στα στενά του Βαρδαρίου.

«Παρτάλι», τον φωνάζουν. Ποιος είναι; Τι ψάχνει; Από πού έρχεται; Ποιο είναι το παρελθόν του; Κανείς δεν ξέρει κι όλοι θέλουν να μάθουν Πανεπιστήμιο. Ο Μανουήλ και ο Μάικ, φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, σαγηνευμένοι, εισβάλλουν ριψοκίνδυνα στη ζωή του…

Ερμηνεύουν με τον τρόπο τους την περιπέτειά του, μάλιστα κάποιοι τον υποδύονται. Στην πραγματικότητα όμως, το Παρτάλι είναι εκείνο που εισβάλλει στη ζωή των άλλων και τους κατακτάει.

Η παγίδα έχει ήδη στηθεί… Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνειαι. Το Παρτάλι δεν είναι απλώς το «κοριτσάκι» της Κατοχής. Δεν είναι καν η σκοτεινή και διφορούμενη προσωπικότητα της Νέας Υόρκης. Κρύβει πολλά ακόμη μυστικά στους ξεφλουδισμένους τοίχους του ξενοδοχείου “Λιμάνι”.

Η κάθαρση θ’ αργήσει, αλλά θα είναι καθοριστική. Μαζί με τα πραγματικά γεγονότα, η αλήθεια θα βγει στο φως, τα φορέματα θα γλιστρήσουν στο πάτωμα και τα σκηνικά θα πεταχτούν.

Το “Παρτάλι” είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και ανθρώπινο, μυστηριώδες και τολμηρό, με ζωντανούς και σαν παραμυθένιους χαρακτήρες και με απρόβλεπτες καταστάσεις. Και στο φόντο η πόλη στα όρια της συντέλειας. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το στόρυ στο οπισθόφυλλο στερεί το ψωμί των κριτικών, απλώς γιατί μετά δεν έχεις να πεις και να προσθέσεις τίποτε άλλο, στο πλαίσιο πάντα του μέσου όρου τη κριτικής μας παραγωγής σήμερα. Είναι ίσως ό,τι καλύτερο σχετικό έχω διαβάσει. Αλλά πάντα έχεις κάτι πιο προσωπικό να πεις, όχι ως κριτικός (αλίμονο!) αλλά ως ένας κάποιος αναγνώστης. Άλλωστε, η υποκειμενικότητα κάποτε θα νικήσει…

Η παρενδυσία ως κατάδυση στον Άλλον. Παλιά ιστορία. Ταχτσής, ο πρώτος διδάξας του Άλλου, ως “παρένδυσης” του Εγώ. Υπάρχει και συνέχεια. Το “Παρτάλι” δεν είναι μόνο η αποσάρθρωση του Εγώ στο βωμό του Άλλου. Είναι το ίδιο το Εγώ ως Άλλο, είναι η επιθετική ερωτική σχέση του Εγώ με ένα Άλλο που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εμένα και τανάπαλιν.

Το “Παρτάλι”, ως βιβλίο αλλά και ως ήρωας βιβλίου, είναι -στη δική μου ανάγνωση- η περίτρανη απόδειξη ότι τίποτα δεν είναι προφανές, τίποτα δεν κατακτάται χωρίς τη συγκατάθεση του κατακτώμενου, τίποτα δεν τελειώνεται χωρίς να βρεθεί ο έσχατος μυχός της ύπαρξής μας στο φως και στις αλήθειες. Κομμάτιασμα απ’ το Εγώ και επανασυγκόλληση στο Άλλο, πιο σταθερά και σθεναρά τη δεύτερη φορά.

Έχω την αίσθηση ότι η παρενδυσία που ο Γρηγοριάδης εισάγει και προτείνει στοχεύει στην υιοθέτηση της ιδέας ότι ο άνθρωπος υπάρχει μόνο ως συνάνθρωπος, αν βέβαια απαλλάξουμε την ίδια την ιδέα από την όποια φιλοσοφική, κοινωνιολογική ή άλλη εξωλογοτεχνική της καταγωγή. Ο Γρηγοριάδης δεν θεωρητικοποιεί, δεν φιλοσοφεί, δεν δημιουργεί ήρωες-φερέφωνα των οποιωνδήποτε ιδεών, προτιμήσεών ή επιθυμιών του.

Το “Παρτάλι” είναι το πρωθύστερο αριστούργημα του συγγραφέα, που δυστυχώς, απ’ τον επίσημο κύκλο των βιβλίων, σχεδόν κανείς δεν τόλμησε να το αναδείξει. Καταφέρνει κανείς να συναισθανθεί το τρέμουλο της γης όταν φτάσει στην τελευταία λέξη του μυθιστορήματος που “η λούγκρα γη έβγαλε βόλτα τα σωθικά της φορώντας τα πιο στραβά τακούνια”, αφού όμως έχει διαβάσει κι άλλο βιβλίο μέσα στο βιβλίο (μπίνγκο, κι άλλος πασιφανής μεταμοντερνισμός!), αφού έχει καταφέρει να ξελασπώσει από τις τύψεις για τις παραλείψεις του έναντι του Άλλου, όχι ως κυρία μιας φιλανθρωπικής ψευτοκλαψιάρικης ενώσεως, αλλά ως ένας γενναίος λαθρεπιβάτης κάποιου ονείρου που δεν του ανήκει και γι’ αυτό το απολαμβάνει.

Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης δεν είναι απλώς ένας περίτεχνος συγγραφέας. Είναι εκείνο το χέρι, για το οποίο έχω ξαναμιλήσει, που σε παίρνει και σε στέλνει στο διάολο, έστω και δια της βίας.

Και σ’ αρέσει πολύ…

ο δαιμονιστής ή πούλα την ψυχή σου σε μένα επιτέλους


Το διάβασα σχεδόν απνευστί. Χωρίς ανάσα και χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τις λέξεις του. Ο “δαιμονιστής” είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ, αλλά αυτό από μόνο του δε λέει τίποτα…
Η προηγούμενη εμπειρία μου με το συγγραφέα ήταν το “Βιβλίο των βίτσιων” το οποίο το θεώρησα γεμάτο κλισέ υπερβολές και εμφανείς επιρροές από έναν, ανώριμο ακόμα, Μαρκήσιο De Sad. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ο Αύγουστος ήταν μόλις 19 ετών, αν δεν πέφτω έξω. Από μόνο του έχει να πει πολλά.
Αλλά ο “δαιμονιστής” έχει να πει κι άλλα. Ανακεφαλαιώνει, κατά μία έννοια, όλα τα προηγούμενα βιβλία του και συγκεφαλαιώνει τις υπέροχες εμμονές του συγγραφέα. Γιατί όμως υπέροχες; Για τον απλό λόγο ότι είναι ένα βήμα μπροστά από το βίτσιο, το σαδισμό και, με λόγο απλό και μετρημένο, επάξια ίσταται ενώπιον των ευθυνών του σ’ ένα πλαίσιο γεμάτο γαμωσταυρίδια (δεν υπάρχει καταλληλότερη λέξη για να χρησιμοποιηθεί υπό διάφορες αναγνώσεις…).
Λίγα λόγια απ’ το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Δεν μπορώ να σας πω τ’ όνομά μου, γιατί δεν έχω όνομα. Είμαι γόνος μιας αρχαίας ράτσας.Είμαι δαιμονιστής. Κι αυτή είναι η ιστορία μου…
Έτσι ξεκινά η αφήγηση ενός ανθρώπου που δεν είναι ακριβώς άνθρωπος. Ενός πλάσματος που ζει με διάφορες μορφές ανάμεσά μας. Το πρόβλημα και ταυτόχρονα η κόλασή του είναι ο έρωτας.Γι’ αυτόν κλέβει, γι’ αυτόν σκοτώνει, γι’ αυτόν βυθίζεται διαρκώς στην αθλιότητα. Η ιστορία του διαβάζεται σαν άγριο θρίλερ ή σαν απίστευτο βέβηλο χρονικό. Όμως πίσω από τις συγγραφικές επινοήσεις που υποδαυλίζουν έντεχνα μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου, αγωνίας αλλά και απόγνωσης, O δαιμονιστής αποτιμάται πρώτιστα ως μια βαθιά στοχαστική αναζήτηση των ορίων και των διαστάσεων της ερωτικής επιθυμίας. Ως ένα βιβλίο φαντασίας που φωταγωγεί αδιάκριτα τις σκοτεινές ατραπούς της ηδονής, εκεί όπου θρυμματίζεται αλλά και ανασυντίθεται κάθε φορά η ανθρώπινη υπόσταση.
Ο Κορτώ φωνάζει και τρομάζει. Δεν ξέρω αν είναι μία προσωπικότητα με ένα βαθύ παρελθόν (είναι μόλις 28 χρόνων σήμερα) και σίγουρα δε με ενδιαφέρει από την ψυχαναλυτική άποψη, μιας και, σαρτρικός ων, θεωρώ ότι ο Freud απλώς κατέστρεψε τη λογοτεχνία και αλλοίωσε τον Εμπειρίκο, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Ο Αύγουστος, λοιπόν, φωνάζει. Ουρλιάζει στα καθωσπρέπει αυτιά μας και μας υπενθυμίζει τις μικροαστικές μας αμαρτίες χωρίς να έχει καμμία απολύτως διάθεση να μας τις συγχωρέσει. Άλλωστε, δε φαίνεται να τον αφορά αυτό, αλλά και ούτε νοιάζεται κανείς για μια τέτοια προοπτική.
Είναι ο συγγραφέας που καταφέρνει μ’ αυτό το κείμενο να αναστηλώσει τη χαμένη τιμή της ομοειδούς λογοτεχνίας των εμμονών της καταστροφής και της παρά φύσιν απορίας μιας μικροαστικής πραγματικότητας που έχει ως γνώμονα το συνεχές άλλοθι της αδηφάγου καθημερινότητας.
Ο συγγραφέας μας βγάζει έξω από αυτήν. Τη στέλνει μεγαλειωδώς στο διάολο.
Δεν προτίθεμαι να παραθέσω αποσπάσματα, ούτε να θεωρητικοποιήσω ασύστολα. Αυτό το βιβλίο είναι μια διδακτορική διατριβή για τη σαδομαζοχιστική λογοτεχνία (σαν να τον ακούω το συγγραφέα να ηδονίζεται και να πονά ταυτόχρονα καθώς γράφει) και για την ανακύκληση μιας γραφής που τολμά να ξεγυμνώσει το ένα αντιφροϋδικό εγώ τσαλαπατώντας με λύσσα το υπερεγώ που ως τέτοιο εκμηδενίζεται και πάει… Αποχαιρετήστε το.
Μετά την τελευταία σελίδα ακούς τη φρίκη να σου σιγοτραγουδά ήχους έρωτα ακραίου κι εσύ να ιδρώνεις ακατάπαυστα νιώθοντας τη σάρκα σου να τρέμει παλεύοντας να βγει στον κόσμο.
Στην αλήθεια αυτού του γαμημένου κόσμου.

[διαβάστε επίσης
BookAttack – NuwandaΣυνέντευξη που μου παραχώρησεDiavasame NeutrinoΒιβλιοκαφέ ]