Monthly Archives: September 2007
έκδωσέ το μόνος σου !
à Ότι το βιβλίο έχει μπει εδώ και χρόνια στα πλοκάμια του σκληρού ροκ του μάρκετινγκ, είναι κοινός τόπος. Μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα, δαπανούν πακτωλό χρημάτων για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους.
à Η ετήσια εκδοτική παραγωγή ανέρχεται σε χιλιάδες νέους τίτλους παγκοσμίως. Οτιδήποτε μπορεί να εκδοθεί, οτιδήποτε μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία.
à Αυτό που μου κάνει εντύπωση τελευταία είναι η αναζωπύρωση των ιστοσελίδων και των βιβλίων που κυκλοφορούν γεμάτα μαρκετίστικου τύπου συμβουλές προς φιλόδοξους συγγραφείς που δε βρίσκουν «διαπλεκόμενους» και μη εκδότες ή τους αποστρέφονται.
à Οι συμβουλές που παρέχονται προς κάθε ενδιαφερόμενο είναι του τύπου: βρες την ιδέα και κάνε τη σαφή, γράψε το βιβλίο, έλα σε μας τους «ανεξάρτητους» και δες το βιβλίο σου εκδομένο σε λίγες μέρες. Υπάρχουν και συμβουλές για την προώθησή τους.
à Τα πρώτα 30 κομμάτια δωρεάν!
à Μερικά επιλεγμένα sites είναι:
www.writeandpublishyourbook.com
à Από βιβλία μπορεί κανείς να βρει στο http://www.amazon.com/: Getting Your Book Published for Dummies (Sarah Parsons Zackheim, Adrian Zackheim) ή How to Self-Publish Your Book With Little Or No Money! (Bettie E. Tucker, Wayne Brumagin)
à Στο blog μου βρήκα ένα σχόλιο από παρόμοια εν Ελλάδι προσπάθεια (www.artbomber.com)
à Καλή τύχη!
με την P.J. μέσα στην Plymouth (κάτι σαν sequel)

Άγκυρες ήταν οι φωνές της μητέρας του που τον ξύπναγε το πρωί να πάει στη δουλειά με το θείο του. Ελλείψει πατρός˙ τον πήρε η πόλη. Δεν άντεχε τη θάλασσα, ούτε το ποτάμι, ούτε καν τη λίμνη που δούλεψε για την κατασκευή της. Δεν αγάπησε το δημιούργημά του. Ίσως γιατί δεν ήταν μόνο δικό του, αλλά όλου του χωριού. Κι έτσι γύρισε στην πόλη, απ’ όπου τον έφερε η προίκα της γυναίκας του. Είχε σχεδιάσει μια εκδρομή εδώ και μέρες˙ μόνο που την επέσπευσε κατά εικοσιτέσσερις ώρες. Δεν άντεχε να περιμένει άλλο.

περί ΒΙΒΛΙΩΝ, ΛΙΣΤΩΝ και άλλων ΔΕΙΝΩΝ! (και μια πρόταση)
Περιφερόμενος στο διαδίκτυο και αναζητώντας την παγκόσμια κίνηση του βιβλίου, έπεσε το μάτι μου σε ένα άρθρο των New York Times Book Review σχετικά με τα ευπώλητα, τις λίστες και πώς δημιουργούνται αυτές. Το κεντρικό θέμα του άρθρου είχε να κάνει με μια πρωτοβουλία της εφημερίδας να καταρτίσει μία λίστα με βιβλία, έξω από τους γίγαντες των best sellers. Αυτή η λίστα, σκέφτηκαν, ότι θα περιλαμβάνει είτε βιβλία που δεν πούλησαν εξαιρετικά αλλά είναι αξιολογότατα, είτε εκδόσεις μικρών οίκων.
(Να ξεκαθαρίσω εξ αρχής βεβαίως ότι δεν πιστεύω σε καμμία περίπτωση ότι όσα βιβλία πουλούν πολλά αντίτυπα δεν είναι άξια λόγου και ανάγνωσης ή δεν αποτελούν συγκλονιστικά λογοτεχνικά αποτελέσματα. Κάποιες φορές η ποιότητα συμβαδίζει με την ποσότητα και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευτυχές.)
Αμέσως το μυαλό μου πήγε σε βιβλιοπωλεία του Λονδίνου και του Άμστερνταμ (που τα γνωρίζω από πρώτο χέρι) και θυμήθηκα ότι οι προθήκες τους χωρίζονται, κατά κανόνα, σε μυθιστορήματα, λογοτεχνικά μυθιστορήματα κλπ. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στον “Ελευθερουδάκη” όπου είναι δομημένος όπως τα βιβλιοπωλεία των πόλεων που ανέφερα προηγούμενα.
[Διευκρίνηση: η διάκριση μεταξύ μυθιστορήματος και λογοτεχνικού μυθιστορήματος έχει, για παράδειγμα, να κάνει με τη διαφορά μεταξύ ενός βιβλίου της Εύας Ομηρόλη (ή της Λένας Μαντά) και της Μαρίας Μήτσορα (ή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου). Ακόμα ένα παράδειγμα: Σκεφτείτε τη διαφορά μεταξύ ενός μυθιστορήματος του Γιώργου Πολυράκη και ενός του Χρήστου Χωμενίδη (ή του Νίκου Παναγιωτόπουλου)]
Για να επανέλθω στις λίστες. Ο διαχωρισμός αυτός ή η σχετική αναφορά σε “διαφορετικά”, “πρωτοποριακά”, “προχωρημένα”, “εναλλακτικά” ή εν γένει εξαιρετικότατα μυθιστορήματα, βοηθά στην ανακάλυψη βιβλίων που, για κάποιους προφανείς ή όχι λόγους, παραμένουν σε μια κάποια αφάνεια. Έτσι, αφενός οι νέες αυτές λίστες παίρνονται από βιβλιοπωλεία που δεν είναι αλυσίδες αλλά από αυτά που έχουν άλλη φιλοσοφία ή ζητούν από τις αλυσίδες τις πωλήσεις χαμηλότερης κλίμακας, αφετέρου προωθούν έναν κύκλο βιβλίων που οι νόμοι του marketing έχουν καταπιεί και ήδη χωνέψει…
Οι μεγάλες αλυσίδες, ασφαλώς όχι όλες αδιακρίτως, διαμορφωμένες πλήρως μέσα στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς, λογικά διαφημίζουν και πουλούν μυθιστορήματα που εξ αρχής είναι προορισμένα για best sellers για λόγους μάλλον αυτονόητους. Είμαι σίγουρος πως άλλη είναι η λίστα των ευπώλητων του Fnac, άλλη της Πρωτοπορίας, άλλη του Λεμονιού (Θησείο) ή του Ναυτίλου (Χαρ. Τρικούπη).
Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και οι εφημερίδες ή τα λογοτεχνικά περιοδικά, δεδομένης της επιρροής τους στην κοινή γνώμη. Όταν ζητούν τέτοιες λίστες σχεδόν αποκλειστικά από μεγάλα βιβλιοπωλεία, επόμενο είναι να αποτελούνται οι λίστες αυτές από συγκεκριμένα μυθιστορήματα. Αυτό βεβαίως και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, κανείς δεν το αμφισβητεί. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αυτά τα βιβλία είναι όντως ευπώλητα. Αλλού είναι το ζήτημα, προφανώς.
Εάν, λοιπόν, καταρτιζόταν μια λίστα είτε από μικρά βιβλιοπωλεία είτε απλώς από διαφορετικού είδους μυθιστορήματα με ευθύνη των δημοσιογράφων και των κριτικών, τότε οι αναγνώστες θα είχαμε ευρύτερη πρόσβαση σε λογοτεχνικά κείμενα. Φυσικά, μέσα στην τρέλλα της ημέρας, δύσκολα ο σημερινός άνθρωπος περνά ώρες στα βιβλιοπωλεία αναζητώντας ως ποντικός. Οι περισσότεροι πηγαίνουμε με έτοιμες λίστες. ‘Οπως ακριβώς πηγαίνουμε με έτοιμα ψηφοδέλτια στις εκλογές!
Συνεπώς, εγώ έχω να προτείνω στις εφημερίδες και τα λογοτεχικά περιοδικά να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα των αμερικανών συναδέλφων τους και να ξεκινήσουν μια προσπάθεια να βγουν στην επιφάνεια κείμενα που δυστυχώς δεν έτυχαν της προώθησης της αγοράς και που αποτελούν, φυσικά, αναγνώσματα που είναι σημαντικό να γνωρίσει κανείς τον κόσμο τους.
Και ένα τελευταίο ζήτημα. Θα αναρωτιόταν πολύ λογικά κανείς ποια είναι τα κριτήρια για να χαρακτηρίσουμε ένα μυθιστόρημα λογοτεχνικό ή τέλος πάντων σημαντικό, πρωτοποριακό κλπ. Εδώ θα πω μόνο, γιατί είναι πολύ μεγάλη αυτή η κουβέντα, πως είναι διαφορετική η γραμμική αφήγηση, για παράδειγμα, της καθημερινότητας από την ίδια αφήγηση της καθημερινότητας που, εντούτοις, διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το νου τα τρέχει ένα βήμα μπροστά από αυτήν.
Καιρός δείξεται…
μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη
Αυτή η πόλη ήταν γεμάτη λογής κόσμο, όπως και κάθε πόλη άλλωστε.Όλες οι κοινωνικές τάξεις ζούσαν σε διάσπαρτα γκέτο στην πόλη και είχαν κανονίσει τη ζωή τους έτσι, ώστε δύσκολα να εισέρχεται κάποιος που δεν ανήκε σε αυτά.Όταν κάποιος αποφάσιζε να διεισδύσει, ακόμα και με όλα τα εχέγγυα, στο χώρο μιας κοινωνικής τάξης, τότε ο αρχηγός της, όποτε μια τάξη είχε αρχηγό, δηλαδή, όταν αυτός δεν ασχολιόταν με έρωτες και τα σχετικά, τότε λοιπόν του ζητούσαν να τους αποδείξει ότι αξίζει και αυτός το έκανε με νύχια και με δόντια, επειδή το ήθελε. Τη στιγμή που κάποιος αποφάσιζε να αλλάξει χώρο και τάξη, το ήθελε πραγματικά. Όλοι φοβόντουσαν να το κάνουν έστω και για πλάκα, γιατί ήξεραν την επίπονη διαδικασία.
“Όταν το φως γυρίσει την πλάτη του στον κόσμο, τότε η θάλασσα του πάθους σας να γίνετε ένα άλλο, θα πλημμυρίσει την πόλη μας και θα την πνίξει. Ζήτω το σκοτάδι.”
η κλάρα στο μισοσκόταδο – χοσέ κάρλος σομόθα
“Το χειρότερο με την κόλαση δεν ήταν το πυρ το εξώτερον, το αιώνιο μαρτύριο, το να πέσεις στη δυσμένεια του Θεού ή να σε βασανίζουν τα δαιμόνια. Το χειρότερο στην κόλαση είναι το να μην ξέρεις αν βρίσκεσαι εκεί” σελ. 485 του βιβλίου
Παρατηρώ τελευταία ότι τα εξαιρετικά μυθιστορήματα που διαβάζω είναι μεγάλα σε όγκο και πυκνογραμμένα. Για παράδειγμα, αυτό για το οποίο γράφω τώρα, το προαναφερθέν, το “Σμήνος” του Σέτσινγκ, και αυτό που διαβάζω τώρα, το “Μανιφέστο της Ήττας” της Άντζελας Δημητρακάκη (αναφέρω μόνο πρόσφατα αναγνώσματα…).
Αυτό μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι για έναν συγγραφέα: αφ’ ενός μπορεί να αποδεικνύει το σπάνιο τάλαντο να γράφει χωρίς συχνές “κοιλιές”, αφ’ ετέρου μπορεί να εξαντλεί αυτό το τάλαντο “εδώ”…
Ο Χοσέ Κάρλος Σομόθα (Αβάνα, 1959) έγραψε με την “Κλάρα στο μισοσκόταδο” (Πατάκης, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου) το απόλυτο φουτουριστικό νουάρ μυθιστόρημα. Αναφέρεται στο εξαιρετικής σύλληψης σενάριο της χρησιμοποίησης ανθρώπινων σωμάτων ως καμβάδων για έργα τέχνης. Οι παραδοσιακοί πίνακες έχουν πια αντικατασταθεί από ανθρώπινα μοντέλα, που ασταρώνονται, περνούν όλες τις διαδικασίες που χρειάζονται (πλήρης αποτρίχωση, ειδικές κρέμες, ειδική γυμναστική κλπ.) και ζωγραφίζονται από καλλιτέχνες της λεγόμενης “Υπερδραματικής Τέχνης”. Και δε σταματά εδώ. Άνθρωποι χρησιμεύουν ως τασάκια, χαλιά, τραπέζια, φλυτζάνια και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Βρισκόμαστε στο 2006 (ίσως είναι ατόπημα του Σομόθα να τοποθετήσει τη δράση τόσο πρόσφατα χρονικά) και διεθνώς η Υπερδραματική Τέχνη έχει κυριαρχήσει. Στο Άμστερνταμ ετοιμάζεται η πιο φιλόδοξη έκθεση του πιο εκκεντρικού και βαθύπλουτου καλλιτέχνη Μπρούνο Βαν Τυς. Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει ένας κύκλος άγριων δολοφονιών “καμβάδων”, στοιχείο που όχι μόνο προσδίδει το νουάρ στοιχείο στο μυθιστόρημα, αλλά θέτει και το βασικό ερώτημα που ψάχνει απάντηση:τα δολοφονημένα μοντέλα αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι που δολοφονήθηκαν ή ως χαμένα έργα δυνάμει ή ενεργεία έργα τέχνης; Αυτό το ερώτημα ταλανίζει τον αναγνώστη και φυσικά το συγγραφέα και εδώ είναι που πρέπει να σταθούμε. Είναι ένα σημαντικό ερώτημα που καλούμαστε όλοι και όλες να απαντήσουμε, με όποιες αναγωγές ή συμπεράσματα αυτό περιλαμβάνει…
Παράλληλα, ένας εξαιρετικός “καμβάς”, η Κλάρα Ρέγιες, δέχεται πρόταση να συμμετάσχει ως μοντέλο στην προαναφερθείσα έκθεση, στο πιο “σκληρό και ριψοκίνδυνο” έργο που έχει ποτέ φανταστεί. Η προσπάθεια των Μυστικών Υπηρεσιών του Ιδρύματος Βαν Τυς αλλά και επίσημων κέντρων τέτοιων Υπηρεσιών ξετυλίγει την πλοκή, οδηγώντας με συγκλονιστικό τρόπο στη λύση του μυστηρίου, διηγούμενος ο Σομόθα εν τω μεταξύ απίθανες καταστάσεις και θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την τέχνη, τη χρησιμοποίησή της αλλά και σχετικά με τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτήν.
Ο Σομόθα (στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το “Σπήλαιο των Ιδεών” από τον Κέδρο) καθιερώνεται με αυτό το μαγευτικό και τρομακτικό μυθιστόρημα ανάμεσα στους ευφυέστερους και πιο ταλαντούχους συγγραφείς της εποχής μας. Όπως έγραψε και το περιοδικό Lire, “η πνοή του σου κόβει την ανάσα, η φαντασία ξεπερνά το όνειρο…”.
Θα ήθελα να πω πολλά ακόμα για να σας πείσω να το διαβάσετε. Θα σταματήσω εδώ ελπίζοντας ότι όσοι δεν έχετε βυθιστεί στον κόσμο του ακόμα, να το κάνετε.
[“Η Κλάρα στο Μισοσκόταδο” έχει τιμηθεί με το βραβείο μυθιστορήματος Fernando Lara και το International Hammett Prize και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες με μεγάλη επιτυχία]
τι είδε η γυναίκα του λωτ; – ιωάννα μπουραζοπούλου
«Ίσως η πραγματικότητα να μην είναι παρά μια ομαδική παραίσθηση»
σελ. 7
Αυτό πραγματεύεται όλο το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Το εντάσσω στην –δική μου, προσωπική- κατηγορία των βιβλίων για τα οποία μπορείς είτε να γράφεις εις το διηνεκές είτε να πεις μόνο δυο λέξεις και να σταματήσεις.
Το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» είναι, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με τη διάλυση εις τα εξ ων συνετέθη της Παλαιάς Διαθήκης, αναφορικά με τη διήγηση της βιβλικής καταστροφής στα Σόδομα και τα Γόμορρα. Όχι όμως όπως θα φανταζόταν κανείς. Δεν είναι θρησκευτικό βιβλίο, δε θέλει να ηθικολογήσει, πόσω μάλλον να διδάξει. Και εκεί βρίσκεται το μυστικό της Ιωάννας Μπουραζοπούλου.
Η ίδια γη της διήγησης της Βίβλου στο αφηγηματικό παρόν ανοίγει και αναβλύζει ένα βιολετί αλάτι. Η πραγματικότητα αυτή αλλάζει άρδην τη γεωγραφία τριών ηπείρων (Αφρικής, Ασίας, Ευρώπης) με το Παρίσι, ενδεικτικά, να είναι πια παραθαλάσσια πόλη! Το αλάτι αυτό είναι το στοιχείο που εξουσιάζει όλον τον κόσμο, ακόμα και την Κοινοπραξία που το διαχειρίζεται. Η «Αποικία», τα Σόδομα τού σήμερα, είναι πια ο τόπος (η κατάσταση θα πρόσθετα) που παρουσιάζεται ακόμα «χειρότερα» από αυτό που ξέραμε ως σήμερα.
Στην «Αποικία» ζουν χιλιάδες άνθρωποι ως εργαζόμενοι στην παραγωγή, την επεξεργασία και την προώθηση του βιολετί αλατιού. Άνθρωποι υποταγμένοι και μονίμως παρακολουθούμενοι από την Κοινοπραξία που εδράζεται στο Παρίσι αλλά και υπηρέτες την ίδια στιγμή πέντε ανθρώπων, πέντε αυλικών του Κυ-βερνήτη της «Αποικίας» οι οποίοι αποτελούν και τον πυρήνα του μυθιστορήματος. Οι άνθρωποι αυτοί είναι η σύζυγος του Κυβερνήτη, ο Ιερέας, ο Δικαστής, ο Γιατρός και ο Γραμματέας του Κυβερνείου.
Όταν ο Κυβερνήτης (ονόματι Βερά, όπως και στη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης) πεθαίνει, ξεκινά να ξετυλίγεται το διανοητικό παιγνίδι της Μπουραζοπούλου. Οι διαδοχικές επιστολές των αυλικών προς την Κοινοπραξία (πράγμα αδιανόητο μιας και μόνο στον Κυβερνήτη επιτρεπόταν αυτό), χωρίς ο ένας να γνωρίζει το περιεχόμενο της επιστολής τού άλλου και η άφιξη ενός παράξενου νέου Κυβερνήτη που δίνει αλλόκοτες εντολές συνθέτουν τη βασική δομή του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο αυτό είναι όχι μόνο η σπαζοκεφαλιά του Φιλέα Μπουκ, του ανθρώπου που εφηύρε ένα τρισδιάστατο σταυρόλεξο για τους λονδρέζικους Times και προσελήφθη για να λύσει το μυστήριο του θανάτου του Κυβερνήτη και των επιστολών των αυλικών, αλλά μία αδιάκοπη ανάταση της αναγνωστικής και διανοητικής αδρεναλίνης, που δεν κορυφώνεται ωστόσο μόνο στο τέλος, αφήνοντας εν τω μεταξύ ένα, θα έλεγε κανείς, ψήγμα έντασης και νοσταλγίας μετά και την ανάγνωση των τελευταίων λέξεων.
Ακόμα και οι καιρικές συνθήκες, ο χαρακτήρας και η εξέλιξη των ηρώων, η περιγραφή της βήμα-βήμα πορείας της αφήγησης συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται αναπόφευκτα κάθε στιγμή στο κείμενο. Τίποτε δεν είναι τυχαίο είτε στην επιλογή των ιδιοτήτων των πρωταγωνιστών είτε στα ονόματά τους. Η οργάνωση και η συμμαχία των ηρώων θυμίζει πλατωνική πολιτεία εφαρμοσμένη στο σήμερα, με όλα εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν, εκτός από την αναμενόμενη ταξική διάρθρωση, και στοιχεία εξευτελισμού αξιών, τουλάχιστον προσωρινά, και επιπρόσθετα βάζουν τον αναγνώστη να καταβυθιστεί σε έναν κόσμο που αναρωτιέται, όχι μόνο αν αποτελεί μέρος του, αλλά και πόσο έχει βοηθήσει στην εξέλιξή του.
Ο πόθος και το πάθος, ο έρωτας, το ψέμμα, οι περσόνες καθ’ ολοκληρίαν είναι εξαιρετικά δοσμένα με τέτοιον τρόπο που η Μπουραζοπούλου αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα στην Ελλάδα μπορεί να γίνει διεθνές, μπορεί να κάνει μια νέα αρχή. Πέρα από μεταμοντερνισμούς ή διάσπαρτα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας (άραγε πόσο επιστημονική φαντασία μπορεί κανείς να βρει στη Βίβλο;), το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» είναι απλώς ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί παρόλο τον όγκο του.
Ένα στοιχείο που προσθέτει ατμοσφαιρικά στοιχεία είναι η προσπάθεια της συγγραφέως να οδηγήσει τον αναγνώστη σε σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησης. Εκεί που οι άνθρωποι παρουσιάζονται αληθείς και ολοκληρωμένοι, εκεί που έχουν εγκατασταθεί οι πιο μύχιες σκέψεις του καθενός και της καθεμιάς μας.
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου δεν είναι καθόλου προβεβλημένη συγγρα-φέας, πράγμα που αδυνατώ να κατανοήσω, δεν είναι εύκολη στο λόγο της, δε γράφει για την καθημερινότητα όπως την ξέρουμε. Ίσως εδώ να έβρισκα ένα απειροελάχιστο ελάττωμα: οι αναγνώστες της πρέπει να είναι υποψιασμένοι και το βιβλίο τους θέλει απαιτητικούς. Μέχρι εκεί. Μετά απαιτείται η καρδιά!
«Ίσως τα Σόδομα δεν είναι μύθος. Ίσως να υπάρχει το έσχατο βασίλειο με τη μορφή εσωτερικού ορίου, που όταν το περάσεις δεν συμβαίνει κάτι τρομερό ή υπερφυσικό, απλώς στεγνώνει η ζωή σου σαν έρημος. Τότε συνειδητοποιείς ότι τα Σόδομα είναι ήσυχα και όχι θορυβώδη, ούτε θειάφι μυρίζει ούτε κορμιά σπαράσσονται γύρω σου, για την ακρίβεια τίποτα στο περιβάλλον δεν έχει αλλάξει, εκτός από εσένα».
[Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Συγγράφει μυθιστορήματα και θεατρικά. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα «Το μπουντουάρ του Ναδίρ» (2003) και «Το μυστικό νερό» (2005)]
κινέζικα κουτιά – σώτη τριανταφύλλου
(σελ. 265)Στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «αποδεικνύεται» για ακόμη μία φορά η ιδιαιτερότητα του δρόμου που η συγγραφέας έχει επιλέξει: μιας λογοτεχνίας που, στη δική μου ανάγνωση, κάθε λέξη που παρατίθεται είναι βγαλμένη από την ακραία γνώση και την on-the-ground experience (επιτόπου εμπειρία). Ίσως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα ακόμα μανιφέστο της συγγραφέως (προς τον κόσμο που την περιβάλλει και πολλές φορές τη θυμώνει, την πληγώνει), που του λείπουν –ευτυχώς για όλους μας- τα παλαιοκομματικά τσιτάτα.
«Ο αντι-αμερικανισμός είναι νοσηρός όταν εκφράζεται με πάθος και απροσμέτρητη άγνοια. Παράλληλα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να εξαπλώνεται σαν αρρώστια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν ένα ιμπεριαλιστικό, μιλιταριστικό και θεοκρατικό καθεστώς. Όσο για μένα, θα ήμουν μια άλλη αν δεν είχα ζήσει μέσα στο ροκ εντ ρολ και αν δεν είχα περάσει μέρες, εβδομάδες, μήνες και χρόνια στη Νέα Υόρκη, στους αμερικανικούς δρόμους, στο Ντητρόιτ και στην ακτή του Ειρηνικού. Θα ήμουν μια άλλη αν δεν μιλούσα αγγλικά προτού μάθω ελληνικά. Η αγγλική γλώσσα είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά θαύματα όλων των εποχών. Ο αμερικανικός ουρανοξύστης: ένα από τα σύμβολα της ανθρώπινης φιλοδοξίας. Η αμερικανική Νέα Αριστερά: το πιο προηγμένο πολιτικό ρεύμα του 20ού αιώνα. Παρ’ όλ’ αυτά, η ηλιθιότητα επικρατεί τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. We are surrounded by idiots. Πρέπει κανείς να μπορεί να ξεχωρίζει τον πολιτισμό από τα σκουπίδια του» (απόσπασμα από την ίδια συνέντευξη).
[διαβάστε επίσης
θερμοκρασία δωματίου – δήμητρα κολλιάκου
Μεταμοντερνισμός. Σε όλο του το μεγαλείο. Εγκιβωτισμοί, in media res για τους σχολαστικούς, αναπολήσεις, πισωγυρίσματα και νευρώσεις και αναζήτηση της ταυτότητας του σύγχρονου homo universalis. Το σήμερα. Όλο το σήμερα που το ίδιο το βιβλίο το προσπερνά. Και το πάει ένα βήμα παραπέρα: Στην αναίρεση. Το βιβλίο είναι μια διαρκής αναίρεση. Αναίρεση των κοινωνισμών, ως πλαισίου ψευδεπίγραφης διαφυγής από το προσωπικό, ως δήθεν ενσωμάτωση στον κοινωνικό ρου μιας ζωής που αποζητά λύτρωση από τα προβλήματα που η ίδια έχει δημιουργήσει. Θεωρίες…
Η Κολλιάκου καθρεφτίζει (μήπως υποκαθιστά;) στα πρόσωπα του περιβάλλοντος (στο αφηγηματικό παρόν) της ηρωίδας με όλα τα πρόσωπα που κατά καιρούς την περιτριγύριζαν και, εμφανώς, τη διαμόρφωσαν.
[διαβάστε επίσης
AnnaBookLover – Βιβλία και Ξερό Ψωμί
χάπι λου – εύη λαμπροπούλου
Η ταράτσα με την υπαίθρια τουαλέτα που ο καθένας μπορεί, χωρίς κανένα κόστος, να χρησιμοποιήσει ως τέτοια ή ως τόπο στοχασμού! Η ταράτσα ανήκει σε όλους. Είναι ένα μεταμοντέρνο κοινόβιο που ο καθένας μένει εκεί κατά βούλησιν.
Η Εύη Λαμπροπούλου προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες της generation x που ενδεχομένως έζησε στην Αγγλία, τοποθετώντας τες σε ελληνικά στόματα και συνήθειες. Εδώ χωλαίνει το κείμενο και αφήνει μια αμηχανία, νομίζοντας πολλές φορές ότι ανερυθρίαστα παίζει με τον αναγνώστη, κάτι που δε νομίζω ότι κρύβει ή αποφεύγει. Νιώθεις, διαβάζοντας κάποια σημεία του κεφαλαίου, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι στη γενιά μας, όσο κι αν φιλότιμα προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο η συγγραφέας.
Εσείς;[Η Εύη Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Καβάλα και, όπως λέει η ίδια, σπούδασε “άλλα άντ’ άλλων”. Γράφει διηγήματα, κόμικς και ποιήματα. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα: Το Χάπι Λου (Κέδρος) και το Σχεδόν Σούπερ (Κέδρος)]
η ΑΝΑΓΚΗ και ΕΜΕΙΣ (ο μονόλογος ενός γελοίου)
τα ανάπηρα χρώματα του ουρανού (ή το Υ τονισμένο και τα παιχνίδια της τύχης)

Λαβύρινθος στης πόρνης το χορό
αφύλαγες ιδέες
και ομοθελήσεις να γίνοντ’ ένα
Το παν να διαιρεί τα επόμενα με τα προηγούμενα
Η έκπτωση και
η τιμωρία
να ζουν μαζί από κατάραΤα ανάπηρα χρώματα του ουρανού και
τα άστρα της ληστρικής επιθυμίας
ηδονικά πώς εφορμούνται και
σαρκικά πανέμορφα που κοινωνούν
-κοίτα
Το κόκκινο και το πράσινο
Το δεν και το μη
Το άσε
που από κοντά κρυφογελούν
-κοίτα πάλι
λείπει από δω η καταραμένη
χώρα
το βήμα κι η φωτιά
η φωτιά
Στο χείλος του γκρεμού
προχωράς ή καις
…η παράνοια των blogs…
…εξαιρετικό ντοκουμέντο απ’ την Ισπανία…
…και η αντιμετώπιση των αμερικανών…
Αντίο, Νίκο
και πολλά από τον Νίκο Δήμου
ο κυριακάτικος μανδύας και ο κλειδαράς
Όταν κόβεται το ρεύμα τρομάζω τόσο πολύ που θέλω να ουρλιάξω.
Αλήθεια. Ακόμα κι αν είναι μέρα. Δεν μπορώ να φανταστώ το σπίτι μου χωρίς ρεύμα. Δεν γίνεται. Για φανταστείτε να μην μπορώ να χτυπήσω το κουδούνι του σπιτιού μου. Να μην μπορώ να πάρω το ασανσέρ να πάω να πληρώσω τα κοινόχρηστα στην αξιοπρεπέστατη και ευτραφή κυρία διαχειρίστρια.
Εγώ μένω στο ισόγειο και ως εκ τούτου δε χρησιμοποιώ το ασανσέρ, ή τον ανελκυστήρα αν προτιμάτε, αν κι εγώ δεν προτιμώ τον ελληνικό όρο γιατί θυμίζει εργοτάξιο. Φανταστείτε ένα ολόκληρο εργοτάξιο να μην λειτουργεί εξαιτίας της διακοπής του ρεύματος. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Εγώ δεν δύναμαι να τα καταλάβω. Δεν είμαι εις θέσιν, σας λέω. Με αντιλαμβάνεστε; Από την άλλη, βέβαια, τα εργοτάξια παράγουν πολύ θόρυβο, αλλά υπάρχουν και τα μονωμένα κουφώματα αλουμινίου που εύκολα και γρήγορα μπορεί κανείς να τοποθετήσει στο όμορφο, και μη, σπίτι του. Τώρα θα μου πείτε, τι γίνεται όταν κυκλοφορείς στο δρόμο και ακούς όλον αυτόν τον θόρυβο; Εδώ, το μόνο που έχω να σας προτείνω είναι να περπατάτε γρήγορα για να κρυφτείτε σε κανένα καφέ ή σε κανένα σπίτι κάποιου φίλου που θα έχει ήδη βάλει τα μονωτικά συστήματα που σας έλεγα προ ολίγου.
Επανέρχομαι: δεν μπορώ χωρίς ρεύμα. Επειδή δεν μπορώ να κουβαλάω κλειδιά μαζί μου. Θέλω να χτυπάω το κουδούνι της πόρτας του σπιτιού μου. Και θα με ρωτήσετε γιατί δεν χτυπάω την πόρτα απευθείας. Πολύ απλά γιατί έχω βάλει σούπερ μονωτική πόρτα και δεν ακούγεται κανένα χτύπημα, κανένας θόρυβος. Βέβαια και να ακουγόταν κάποιος θόρυβος, δεν θα υπήρχε κανείς να μου ανοίξει. Μένω μόνος μου. Μου ανοίγει πάντα ο αδερφός μου ο κλειδαράς που έχει, όπως όλοι, πανεύκολο τηλέφωνο, αλλά δεν το χρησιμοποιώ γιατί μπερδεύομαι με τα ίδια νούμερα και δεν ξέρω πόσα ίδια, και ποια, έχει και ποιο διαφορετικό έχει ανάμεσα στα έξι ίδια. Επί παραδείγματι το τηλέφωνό του είναι 555 8 555 ή 888 5 888 ή 999 7 999; Το ευκολότερο είναι να θυμηθείς σε ποια περιοχή μένει και να καταλάβεις ποιο είναι το σωστό, γιατί είναι ωραίος ο τηλεφωνικός διαχωρισμός των Αθηνών, αλλά, μια στιγμή, τώρα που το συνειδητοποιώ, είναι πολύ ρατσιστικό και ταξικό αυτό που συμβαίνει. Οι πανάκριβες περιοχές έχουν αρχικό νούμερο ένα μεγάλο νούμερο (από 6 και πάνω), πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ενώ οι φτωχότερες το πολύ μέχρι 5. Από την άλλη βέβαια, το 2-3-4-5 είναι ισοδύναμο του 6-7-8-9, άρα δεν υπάρχουν περισσότεροι πλούσιοι ή φτωχοί στην Αττική, αφού έχουν 4 αρχικά ψηφία οι μεν, 4 αρχικά και οι δε. Άρα μια χαρά όλα και διαγράψτε όσα σας είπα μέχρι τούδε. Και επανέρχομαι: ο αδερφός μου επείσθη υπ’ εμού να ανοίξει το μαγαζί του ακριβώς στο δίπλα στενό από το σπίτι μου για να έρχεται και να μου ανοίγει εύκολα και γρήγορα.
Μ’ αρέσει που γίνεται έτσι, γιατί έχω έναν καλό λόγο να του βάζω φαγητό, εφ’ όσον έχει ανοίξει την πόρτα μέσα σε τόσο χρονικό διάστημα όσο να ήταν στο μπάνιο με σαπουνάδες μέχρι και στ’ αυτιά. Αν κάνει παραπάνω, του φτιάχνω μόνο καφέ και τον κερνάω κανένα τσιγαράκι. Ευτυχώς που ούτε καφέ πίνει ούτε τσιγάρα καπνίζει. Έχει έλκος. Το έλκος επίσης μου θυμίζει τον ανελκυστήρα και αναρωτιέμαι γιατί να έχουν το ίδιο συνθετικό. Στο ασανσέρ να το καταλάβω αλλά και στο στομάχι; Τι τραβιέται στο στομάχι δηλαδή; Περίεργα πράγματα συμβαίνουν με τη γλώσσα μας. Επανερχόμενος, πρέπει να σας πω, κάπως μεταξύ μας, πως το ρεύμα για να κοπεί πρέπει να ενωθεί. Βέβαια εδώ μέσα που είμαι μου λένε συνέχεια πως λέω ό,τι θέλω. Αλλά δε δίνω σημασία. Βαριέμαι.
Εν πάση περιπτώσει, αν το καλοσκεφτείτε, ο πολιτισμός μας καταρρέει μόλις κατεβάσουμε τον οποιονδήποτε γενικό διακόπτη. Δεν έχω δίκιο; Καλό θα είναι να μου λέτε ναι. Η κατάφαση, ξέρετε, δημιουργεί για αρχή ένα πανέμορφο κλίμα μεταξύ αγνώστων. Τι ωραία, σκεφτείτε, που είναι να συμφωνούν τα μέλη μιας παρέας, αν κι εσείς δεν είστε φίλοι μου αλλά συμπονετικοί επισκέπτες. Τώρα εδώ στα σκοτεινά δεν είναι σα να έχει κοπεί το ρεύμα; Δεν είναι άβολο για όλους μας; Αφήστε που εδώ που τα λέμε δε σας βλέπω κιόλας και με αγχώνει διπλά αυτό. Είναι νύχτα ή είναι μέρα; για να ξέρω τι θα πω παρακάτω.
Αν σας κούρασα, πάντως, είναι γιατί δεν καταλήγω κάπου και αυτό είναι πολύ κουραστικό, αλλά μέχρι να έρθει το ρεύμα καλό θα είναι να μ’ ακούτε και να σας ακούω γιατί φοβάμαι μέχρι θανάτου.
Τώρα που ανέφερα το θάνατο, θυμήθηκα ότι ξέχασα να σας πω ότι ο αδελφός μου έχει πεθάνει εδώ και 2 χρόνια. Λένε ότι τον σκότωσα εγώ επειδή άργησε να μου ανοίξει μια μέρα που χτύπαγα και δεν μου άνοιγε κανείς. Λογικό τώρα που το ξανασκέφτομαι, γιατί, όπως σας είπα, μένω μόνος μου. Αλλά δεν είχε την υποχρέωση να έρθει και να μου ανοίξει γρήγορα κατά τον τρόπο που σας περιέγραφα λίγο πριν; Τελοσπάντων, νομίζω ότι δεν τον σκότωσα εγώ γιατί μόνο το δικό μου σπίτι δεν είχε ρεύμα εκείνη τη μέρα και το μόνο που είχε ήταν μια ηλίθια ειδοποίηση πως μου το κόψανε γιατί δεν πλήρωνα το λογαριασμό. Αφού δεν ερχόταν ποτέ κανένας λογαριασμός, άρα έπρεπε να σκοτώσω τον ταχυδρόμο. Τι μου έφταιγε ο αδερφός παύλα κλειδαράς μου;
Εγώ, κατά τα άλλα, θυμάμαι να σκότωσα τον ταχυδρόμο.
Ότι έκανα έγκλημα έκανα. Α, όλα κι όλα! Το σωστό να λέγεται. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κάποιος που έμοιαζε του αδελφού μου φώναζε παρακλητικά κάτι ακαταλαβίστικα για διορισμούς, Ελληνικά Ταχυδρομεία και τα ρέστα. Λέτε να μπέρδεψα κάτι; Για να επανέλθω: όταν κόβεται το ρεύμα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Νομίζω ότι δε βλέπω τίποτα, ακόμα κι αν είναι μέρα. Οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες μου είπε μια μέρα ένας κύριος αλλά δεν του έδωσα καμμιά σημασία. Μου φάνηκε μαλάκας. Αφήστε που αυτός σίγουρα θα βλέπει τη μέρα χωρίς ρεύμα. Αυτοί χαλάν την πιάτσα κύριοι. Και κυρίες.
Προπαντός κυρίες που χαλάτε την πιάτσα έτσι κι αλλιώς από τότε που τα ψυχιατρεία έγιναν μεικτά.
Ώρα να πάρω το χάπι μου.
Κακός συνδυασμός οι χειροπέδες με το άσπρο, ρε πούστη μου.