Με αφορμή τα όσα φαιδρά (ως αρμόζει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας και στη χώρα της Φαιδράς Πορτοκαλέας) έγιναν για την απόσυρση του βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου, “Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές” (Κέδρος 1999), από τις σχολικές βιβλιοθήκες με (προσωρινή, ας ελπίσουμε) απόφαση της δικαιοσύνης:
Το κείμενο είναι αφιερωμένο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, στην ελευθερία του λόγου και της λογο-τεχνίας, με αφορμή την παρέμβαση της δικαιοσύνης στην ελευθερία της μόρφωσης των παιδιών – δεν είναι το συγκεκριμένο βιβλίο που πρέπει να μας απασχολεί, είναι η “λογική” της απαγόρευσης που τρομάζει… Και, φυσικά, θυμώνει όσους και όσες ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία και τυγχάνει να είμαστε κι εκπαιδευτικοί. Για να μη μας πουν αργότερα ότι ο Καβάφης ήταν “κύναιδος και αρσενοκοίτης”, ο Καρυωτάκης είχε “αυτοκτονικό ιδεασμό” και τα…κατάφερε (αν είναι δυνατόν…) ή ο Ρίτσος ήταν “αντεθνικό στοιχείο”…
Και ξανά: Απελθέτω αφ’ ημών το ποτήριον τούτο κι αν είναι να ξανάρθει, “καλώς” να ορίσει. Μόνο που, τότε, θ’ αρχίσουν τα βιβλία να καίγονται έξω από σχολικές βιβλιοθήκες, δικαστήρια θα ορίζουν τι θα μπαίνει σ’ αυτές και τι όχι, η δικαιοσύνη θα παρεμβαίνει για να αποσύρεται η λογοτεχνία απ’ τον κοινό νου.
Μήπως δε μας πειράζει, τελικά, που κανείς δε θα διαβάσει κανένα βιβλίο, αλλά μας πειράζει που βρίσκεται εκεί ως “απειλή”; Για ποιον και για τι; Και κρίμα που τα σχολεία δεν έχουν καθρέφτες και αναγκαζόμαστε όλοι να αντανακλώμαστε στην κοινωνία. Κρίμα.
Δημήτρης Αθηνάκης

«Μόνολογκ», όπως η ετυμολογικά ελληνικής καταγωγής λέξη προδίδει, σημαίνει «μονόλογος». Και αυτό είναι ολόκληρο το καινούργιο μυθιστόρημα του Λένου Χρηστίδη: ένας μονόλογος απ’ άκρου εις άκρον, ένα λογοτεχνικό παραλήρημα.
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αφηγείται κατά τρόπο που θυμίζει αυτόματη γραφή, αφενός, και ονειρικό ξέσπασμα, αφετέρου, παλεύοντας να μαζέψει τα χίλια κομμάτια στα οποία έχει κοπεί η ύπαρξή του, σαν ένα κύκνειο άσμα ή σαν έναν επιθανάτιο ρόγχο, θα μπορούσε κανείς να πει – ανάλογα πάντα με την οπτική που θα αποφασίσει ο αναγνώστης να διαβάσει το «Μόνολογκ».
Ο επιθανάτιος ρόγχος, έτσι επιλέγω δια του κειμένου να το διαβάσω, του ήρωα του Χρηστίδη, είναι ένα εις βάθος και εις μάκρος ταξίδι στον εσώτερο κόσμο του, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα από, πραγματικά ή μη, ταξίδια στον κόσμο, στους ανθρώπους, στις ιδέες, στον έρωτα, όπως πάντα.
Διαμέσου του γενικού χαμού που επικρατεί, απ’ τη μια, στο μυαλό του ήρωα, αλλά, απ’ την άλλη, έχει αναμφισβήτητα προέλθει απ’ τον «έξω» κόσμο, ο συγγραφέας χτίζει ένα χαρακτήρα τόσο ανυπέρβλητα μόνο, που, εκών άκων, καταλήγει να δυσανασχετεί επί παντός, αλλά να μην είναι, ταυτόχρονα, σε θέση να αλλάξει τίποτε απολύτως. Και εκεί, ίσως, να κρύβεται και το μυστικό της ανάγνωσης του «Μόνολογκ»: στην πλήρη αδυναμία αντίστασης, άρα, ως υπονοούμενο και μόνο, στην πλήρη επικράτηση του θανάτου, έστω και ενός από τους πολλούς καθημερινούς…
Η τραγική φιγούρα που μονολογεί εν είδει αποσαθρωτικής ανασκόπησης μιας ζωής ήδη – για πάντα – χαμένης, αναζητά μια διέξοδο από έναν κόσμο που, πνιγηρός ων, έχει κατακλύσει όλα του τα δημιουργήματα, προσπαθώντας έτσι να διαχωρίσει την ήρα από το στάχυ. Πιο συγκεκριμένα, ο Λένος Χρηστίδης, με το γνώριμο θυμό του, με τον πασίγνωστο, πια, τρόπο του να στηλιτεύει, κάπως εστετίστικα είναι η αλήθεια, ό,τι τον εξοργίζει, παραδίδει για ακόμη μία φορά ένα έργο μανιχαϊστικού διαχωρισμού του κόσμου: οι «καλοί» και οι «κακοί», «εμείς» και «οι άλλοι».
Αποφεύγει, στη συνέχεια, να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, εμμένοντας κατ’ αποκλειστικότητα στις ιδέες και τις καταστάσεις. Γνώριμο κι αυτό ήδη από τα «Χαστουκόψαρα» (Καστανιώτης 1997), ένα βιβλίο που φάνηκε να τον καθιερώνει ως συγγραφέα μιας εν Ελλάδι μπιτ λογοτεχνίας, μιας εγχώριας λογοτεχνίας με τα δικά της, δυστυχώς και μαζί ευτυχώς, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Το μυθιστόρημα είναι ξεκάθαρα δομημένο πάνω στον τρόπο ενός Ουίλιαμ Μπάροουζ, ενός Τζακ Κέρουακ ή ενός Τσαρλς Μπουκόφσκι, που ο Χρηστίδης, όχι μόνο στο «Μόνολογκ» αλλά και σε άλλα του προηγούμενα έργα, δείχνει να θεωρεί λογοτεχνικούς προπάτορες και μέντορες: γλώσσα (που φωνάζει μέσω του παραληρήματός της, αλλά δεν ξεσηκώνει τελικά), κεντρικός ήρωας (που εξαντλημένος, αν όχι ήδη τεθνεώς, έχει σηκώσει μια παντιέρα εναντίον όλων, η οποία, εντέλει, μοιάζει από καιρό μοναχικά πλέουσα στον αέρα), δευτερεύοντες ήρωες (άνθρωποι της μιας στιγμής και των πολλών αντίο) και τα μέρη (εξαντλημένα κι αυτά, υποβαθμισμένα και μόνα – ακόμα και η υποτιθέμενη αναπτυγμένη δυτική Ευρώπη έτσι μοιάζει στο «Μόνολογκ») είναι τα στοιχεία εκείνα τα πολυδιαβασμένα και πολυαγαπημένα ήδη από τους προαναφερθέντες αμερικανούς συγγραφείς, καθώς και από τους αγαπημένους μας γάλλους συναδέλφους τους, όπως ο Κλωντ Σιμόν (εκ Μαδαγασκάρης), ο Ζορζ Μπατάιγ ή ο Μωρίς Μπλανσό, όλοι με έναν τρόπο μοναδικό και αμίμητο ως τα τώρα.
Ο Λένος Χρηστίδης, όμως, σε αντίθεση με τους ανωτέρω συγγραφείς, μοιάζει να μην έχει καταστήσει σαφή το σκοπό της γραφής του (το «πού» θέλει να οδηγήσει τον αναγνώστη του), ενώ την ίδια στιγμή είναι απολύτως ξεκάθαρος ο λογοτεχνικός του εξοπλισμός και η ίδια η γραφή του, αναφορικά με τον «πυροβολητικό» τρόπο που έχει δοθεί.
Κοντολογίς, το παράδοξο του «Μόνολογκ» είναι ότι διαθέτει το «πώς» που, συνήθως, έπεται του «γιατί», το οποίο μοιάζει να ελλείπει ολοκληρωτικά, αφού ο συγγραφέας έχει επιλέξει την πλήρη, όπως προαναφέρθηκε, αποσάθρωση του ήρωά του, δίχως να του δίνει, επομένως, κανένα σκοπό, κάτι που επηρεάζει σαφώς ολόκληρο το μυθιστόρημα –αισθητικά και πραγματολογικά. Κάτι, τέλος, επίσης ξεκάθαρο που πρέπει να αναφέρουμε, είναι ότι, όλα όσα διακρίνονται, φαίνονται, τελικά, καλομελετημένα και καταγεγραμμένα με τρόπο καθ’ όλα εκούσιο.
Αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τα μέσα δαιμονοποιούν τον ίδιο το σκοπό, μ’ ένα και μοναδικό ντεσαβαντάζ: το χρόνο. Γιατί ο σκοπός διαθέτει χρόνο άπειρο• τα μέσα, όμως, βιάζονται…
[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]
[Ο Λένος Χρηστίδης γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1968 από έλληνες γονείς. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τρία θεατρικά και μια συλλογή διηγημάτων, που κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη]