ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές – έρση σωτηροπούλου

 

Η Κοινωνία των (δε)κάτων καταγγέλλει την παρέμβαση της δικαιοσύνης στην απόσυρση από τις Σχολικές Βιβλιοθήκες του βραβευμένου με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος της Έρσης Σωτηροπούλου «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» ως ωμή παρέμβαση στο έργο της λογοτεχνίας και της εκπαίδευσης και ως πράξη λογοκρισίας. Ζητά από το Υπουργείο Παιδείας να εφεσιβάλει την πρωτοφανή αυτή δικαστική απόφαση και να χρησιμοποιήσει κάθε νόμιμο μέσο για την αναστολή της εφαρμογής της προκειμένου να διαφυλάξει την ελευθερία της έκφρασης και το κύρος των Γραμμάτων και της Παιδείας. Με την πράξη αυτή η Δικαιοσύνη, ποινικοποιώντας την τέχνη του λόγου, μας επιστρέφει στον μεσαίωνα.

Αθήνα, 17 Απριλίου 2008
(Aκολουθούν 19 υπογραφές μελών)
Ενώστε τη φωνή σας με τη δική μας: Υπογράψτε και προωθήστε αυτό το ψήφισμα.

Εδώ: 

http://dekata.wordpress.com/

———————————

The “(de)kata Society” denounces the interference of the Greek courts leading to the withdrawal from the National School Library system of the National Award novel, “Zig-zag Trough the Bitter Orange Trees” by Ersi Sotiropoulos, as an act of interference in the literary process, in the educational system and as an act of censorship. The Society demands the Ministry of Education to appeal this unprecedented judicial decision and to use every legal means to block its enforcement in order to ensure the protection of freedom of expression and the sanctity of the arts and education. With this act, the justice system, by criminalising the art of writing, is throwing us back to the Middle Ages.

Athens, 17 April 2008
(Signed by 19 members of the society)
Join your voice with ours: sign this petition and forward it on.

Here: 

http://dekata.wordpress.com/

μόνολογκ – λένος χρηστίδης [αφιερωμένο στην ελευθερία της λογο-τεχνίας]

Με αφορμή τα όσα φαιδρά (ως αρμόζει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας και στη χώρα της Φαιδράς Πορτοκαλέας) έγιναν για την απόσυρση του βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου, “Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές” (Κέδρος 1999), από τις σχολικές βιβλιοθήκες με (προσωρινή, ας ελπίσουμε) απόφαση της δικαιοσύνης:  

Το κείμενο είναι αφιερωμένο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, στην ελευθερία του λόγου και της λογο-τεχνίας, με αφορμή την παρέμβαση της δικαιοσύνης στην ελευθερία της μόρφωσης των παιδιών – δεν είναι το συγκεκριμένο βιβλίο που πρέπει να μας απασχολεί, είναι η “λογική” της απαγόρευσης που τρομάζει… Και, φυσικά, θυμώνει όσους και όσες ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία και τυγχάνει να είμαστε κι εκπαιδευτικοί. Για να μη μας πουν αργότερα ότι ο Καβάφης ήταν “κύναιδος και αρσενοκοίτης”, ο Καρυωτάκης είχε “αυτοκτονικό ιδεασμό” και τα…κατάφερε (αν είναι δυνατόν…) ή ο Ρίτσος ήταν “αντεθνικό στοιχείο”…
Και ξανά: Απελθέτω αφ’ ημών το ποτήριον τούτο κι αν είναι να ξανάρθει, “καλώς” να ορίσει. Μόνο που, τότε, θ’ αρχίσουν τα βιβλία να καίγονται έξω από σχολικές βιβλιοθήκες, δικαστήρια θα ορίζουν τι θα μπαίνει σ’ αυτές και τι όχι, η δικαιοσύνη θα παρεμβαίνει για να αποσύρεται η λογοτεχνία απ’ τον κοινό νου.
Μήπως δε μας πειράζει, τελικά, που κανείς δε θα διαβάσει κανένα βιβλίο, αλλά μας πειράζει που βρίσκεται εκεί ως “απειλή”; Για ποιον και για τι; Και κρίμα που τα σχολεία δεν έχουν καθρέφτες και αναγκαζόμαστε όλοι να αντανακλώμαστε στην κοινωνία. Κρίμα.
Δημήτρης Αθηνάκης

 

«Μόνολογκ», όπως η ετυμολογικά ελληνικής καταγωγής λέξη προδίδει, σημαίνει «μονόλογος». Και αυτό είναι ολόκληρο το καινούργιο μυθιστόρημα του Λένου Χρηστίδη: ένας μονόλογος απ’ άκρου εις άκρον, ένα λογοτεχνικό παραλήρημα.

Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αφηγείται κατά τρόπο που θυμίζει αυτόματη γραφή, αφενός, και ονειρικό ξέσπασμα, αφετέρου, παλεύοντας να μαζέψει τα χίλια κομμάτια στα οποία έχει κοπεί η ύπαρξή του, σαν ένα κύκνειο άσμα ή σαν έναν επιθανάτιο ρόγχο, θα μπορούσε κανείς να πει – ανάλογα πάντα με την οπτική που θα αποφασίσει ο αναγνώστης να διαβάσει το «Μόνολογκ».

Ο επιθανάτιος ρόγχος, έτσι επιλέγω δια του κειμένου να το διαβάσω, του ήρωα του Χρηστίδη, είναι ένα εις βάθος και εις μάκρος ταξίδι στον εσώτερο κόσμο του, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα από, πραγματικά ή μη, ταξίδια στον κόσμο, στους ανθρώπους, στις ιδέες, στον έρωτα, όπως πάντα.

Διαμέσου του γενικού χαμού που επικρατεί, απ’ τη μια, στο μυαλό του ήρωα, αλλά, απ’ την άλλη, έχει αναμφισβήτητα προέλθει απ’ τον «έξω» κόσμο, ο συγγραφέας χτίζει ένα χαρακτήρα τόσο ανυπέρβλητα μόνο, που, εκών άκων, καταλήγει να δυσανασχετεί επί παντός, αλλά να μην είναι, ταυτόχρονα, σε θέση να αλλάξει τίποτε απολύτως. Και εκεί, ίσως, να κρύβεται και το μυστικό της ανάγνωσης του «Μόνολογκ»: στην πλήρη αδυναμία αντίστασης, άρα, ως υπονοούμενο και μόνο, στην πλήρη επικράτηση του θανάτου, έστω και ενός από τους πολλούς καθημερινούς…

Η τραγική φιγούρα που μονολογεί εν είδει αποσαθρωτικής ανασκόπησης μιας ζωής ήδη – για πάντα – χαμένης, αναζητά μια διέξοδο από έναν κόσμο που, πνιγηρός ων, έχει κατακλύσει όλα του τα δημιουργήματα, προσπαθώντας έτσι να διαχωρίσει την ήρα από το στάχυ. Πιο συγκεκριμένα, ο Λένος Χρηστίδης, με το γνώριμο θυμό του, με τον πασίγνωστο, πια, τρόπο του να στηλιτεύει, κάπως εστετίστικα είναι η αλήθεια, ό,τι τον εξοργίζει, παραδίδει για ακόμη μία φορά ένα έργο μανιχαϊστικού διαχωρισμού του κόσμου: οι «καλοί» και οι «κακοί», «εμείς» και «οι άλλοι».

Αποφεύγει, στη συνέχεια, να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, εμμένοντας κατ’ αποκλειστικότητα στις ιδέες και τις καταστάσεις. Γνώριμο κι αυτό ήδη από τα «Χαστουκόψαρα» (Καστανιώτης 1997), ένα βιβλίο που φάνηκε να τον καθιερώνει ως συγγραφέα μιας εν Ελλάδι μπιτ λογοτεχνίας, μιας εγχώριας λογοτεχνίας με τα δικά της, δυστυχώς και μαζί ευτυχώς, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Το μυθιστόρημα είναι ξεκάθαρα δομημένο πάνω στον τρόπο ενός Ουίλιαμ Μπάροουζ, ενός Τζακ Κέρουακ ή ενός Τσαρλς Μπουκόφσκι, που ο Χρηστίδης, όχι μόνο στο «Μόνολογκ» αλλά και σε άλλα του προηγούμενα έργα, δείχνει να θεωρεί λογοτεχνικούς προπάτορες και μέντορες: γλώσσα (που φωνάζει μέσω του παραληρήματός της, αλλά δεν ξεσηκώνει τελικά), κεντρικός ήρωας (που εξαντλημένος, αν όχι ήδη τεθνεώς, έχει σηκώσει μια παντιέρα εναντίον όλων, η οποία, εντέλει, μοιάζει από καιρό μοναχικά πλέουσα στον αέρα), δευτερεύοντες ήρωες (άνθρωποι της μιας στιγμής και των πολλών αντίο) και τα μέρη (εξαντλημένα κι αυτά, υποβαθμισμένα και μόνα – ακόμα και η υποτιθέμενη αναπτυγμένη δυτική Ευρώπη έτσι μοιάζει στο «Μόνολογκ») είναι τα στοιχεία εκείνα τα πολυδιαβασμένα και πολυαγαπημένα ήδη από τους προαναφερθέντες αμερικανούς συγγραφείς, καθώς και από τους αγαπημένους μας γάλλους συναδέλφους τους, όπως ο Κλωντ Σιμόν (εκ Μαδαγασκάρης), ο Ζορζ Μπατάιγ ή ο Μωρίς Μπλανσό, όλοι με έναν τρόπο μοναδικό και αμίμητο ως τα τώρα.

Ο Λένος Χρηστίδης, όμως, σε αντίθεση με τους ανωτέρω συγγραφείς, μοιάζει να μην έχει καταστήσει σαφή το σκοπό της γραφής του (το «πού» θέλει να οδηγήσει τον αναγνώστη του), ενώ την ίδια στιγμή είναι απολύτως ξεκάθαρος ο λογοτεχνικός του εξοπλισμός και η ίδια η γραφή του, αναφορικά με τον «πυροβολητικό» τρόπο που έχει δοθεί.

Κοντολογίς, το παράδοξο του «Μόνολογκ» είναι ότι διαθέτει το «πώς» που, συνήθως, έπεται του «γιατί», το οποίο μοιάζει να ελλείπει ολοκληρωτικά, αφού ο συγγραφέας έχει επιλέξει την πλήρη, όπως προαναφέρθηκε, αποσάθρωση του ήρωά του, δίχως να του δίνει, επομένως, κανένα σκοπό, κάτι που επηρεάζει σαφώς ολόκληρο το μυθιστόρημα –αισθητικά και πραγματολογικά. Κάτι, τέλος, επίσης ξεκάθαρο που πρέπει να αναφέρουμε, είναι ότι, όλα όσα διακρίνονται, φαίνονται, τελικά, καλομελετημένα και καταγεγραμμένα με τρόπο καθ’ όλα εκούσιο.

Αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τα μέσα δαιμονοποιούν τον ίδιο το σκοπό, μ’ ένα και μοναδικό ντεσαβαντάζ: το χρόνο. Γιατί ο σκοπός διαθέτει χρόνο άπειρο• τα μέσα, όμως, βιάζονται…

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

[Ο Λένος Χρηστίδης γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1968 από έλληνες γονείς. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τρία θεατρικά και μια συλλογή διηγημάτων, που κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

Said the Poet to the Analyst – Anne Sexton

 

Δουλειά μου είν’ οι λέξεις. Οι λέξεις είναι σαν εμβλήματα,
ή κέρματα, ή μάλλον σα σμήνος μελισσών.
Ομολογώ ότι έχω καταρρεύσει απ’ των πραγμάτων το βάθος’
θαρρείς κι οι λέξεις να ‘ταν μέλισσες νεκρές σε μια σοφίτα,
αποκομμένες από τα κίτρινα μάτια και τ’ άνυδρα φτερά τους.
Πρέπει πάντα να ξεχνώ πώς μια λέξη μπορεί να ξεδιαλέγει
μία άλλη, πώς τη χειρίζεται, μέχρι που έχω μπροστά μου
κάτι που θα ‘ναι σα να ‘χω πει…
αλλά δεν είπα.

Δουλειά σου είναι να παρακολουθείς τις λέξεις μου. Κι όμως καμιά μου
πόρτα δεν ανοίγω. Δουλεύω με τις δυνάμεις μου όλες, να ένα παράδειγμα,
όταν μπορώ να γράψω την ωδή μου σ’ ένα παιγνίδι τύχης,
εκείνη τη νύχτα στη Νεβάδα: λέγοντας πώς το μαγικό τζακ-ποτ
μου ‘ρθε καμπάνες κουδουνίζοντας, τρεις τον αριθμό, πάνω στην τυχερή οθόνη.
Αλλά αν θα ‘πρεπε να πεις ότι αυτό ‘ναι κάτι που δεν είναι,
τότε φυτρώνω ασθενική, ανακαλώντας πώς τα χέρια μου αστεία τα ‘νιωσα
και γελοία συνάμα και μαζί πιεστικά γεμάτα μ’ όλα
τα πιστευτά νομίσματα.

Απόδοση: Δημήτρης Αθηνάκης

Forgetfulness – Hart Crane

 

Η λησμονιά είναι σαν ένα τραγούδι
που, ελεύθερο απ’ το ρυθμό κι από το μέτρο ελεύθερο, σαν πλάνητας γυρίζει.
Η λησμονιά είναι σαν ένα πουλί που τα φτερά του αρμονικά σαν να ‘ναι μεταξύ τους,
απλωμένα και ακίνητα, –
ένα πουλί που μες στον άνεμο ορμά ακαταπόνητα.

Η λησμονιά είναι της νύχτας η βροχή,
ή ένα σπίτι παλιό στο δάσος, – ή ένα παιδί.
Η λησμονιά είν’ άχρωμη, – άχρωμη σα δέντρο με κατάρα κυκλωμένο,
κι ίσως ετούτη την κατάρα σε προφητεία θεϊκή ν’ αλλάξει,
ή και τους ίδιους τους θεούς σε τάφο να τους κρύψει.

Η μνήμη μου ν’ ανακαλέσει ξέρει λησμονιά πολλή.

 

Απόδοση: Δημήτρης Αθηνάκης

η κραυγή της πεταλούδας – κωστής γκιμοσούλης

η_κραυγή_της_πεταλούδας

 

Ο συνδυασμός της αφέλειας της παιδικής γραφής με το στοχασμό πάνω σε ζητήματα ύπαρξης, συνύπαρξης και ανυπαρξίας, βρίσκει την καλύτερη εφαρμογή της στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Κωστή Γκιμοσούλη, «Η κραυγή της πεταλούδας». Αυτά τα στοιχεία φαίνεται να αποτελούν πια την επιλογή του τρόπου γραφής του συγγραφέα, που μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μιας λογοτεχνίας που βαδίζει στα χνάρια τού Τζακ Κέρουακ (δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω) και στα βήματα του μιας διηγηματογραφίας καταφανώς επηρεασμένης απ’ το σύγχρονο, παγκόσμιο και underground γίγνεσθαι αναφορικά με το ρυθμό και τη θεματολογία.

Οι δυο βάρκες στις οποίες πατά ο Γκιμοσούλης εμπεριέχουν το μαγικό ρεαλισμό, τον ωμό ρεαλισμό καθώς και την ημερολογιακή καταγραφή. Απέχει πολύ ολόκληρη η συλλογή απ’ το να μοιάζει θεματικά ενιαία, παρ’ όλη την περί του αντιθέτου αναφορά στο οπισθόφυλλο. Αν κάτι μπορεί να ενώσει τις ιστορίες αυτές, είναι μάλλον το ύφος και όχι ο σκοπός. Και ίσως η αίσθηση του αδύνατου που διατρέχει τις ιστορίες, κάτι που υποδηλώνεται εξάλλου ήδη από τον τίτλο της συλλογής.

Οι λογοτεχνικές μεταφορές που χρησιμοποιούνται (άγγελος ή εραστής; – όνειρο ή πραγματικότητα; – τυφλός ή όχι φωτογράφος;), σε αντιδιαστολή με μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού τής γραφής (αντιθέσεις, αδιαφορία μπροστά στο φαντεζί, αυτοκτονίες και μεταζωές), λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το ξεκάθαρο παραμυθητικό στοιχείο (ένας Φρανκεστάιν εγκαθίσταται στο σπίτι κάποιου που τον κάνει υπηρέτη του), υποδηλώνουν μια αμηχανία μπροστά στο σύντομο λόγο που απαιτεί η διηγηματογραφία και που έχει ως πρώτο της μέλημα η γραφή «του δρόμου». Οι κοφτές φράσεις και οι κοφτές ιστορίες (κομμένες μοιάζουν κάποιες φορές), σε τούτη τη συλλογή φαίνεται να γέρνουν προς την ποιητική αφαιρετικότητα παρά στην πεζογραφική ολιγάρκεια. Κάτι που μπορεί να δικαιολογηθεί απ’ τον ισομερή «διχασμό» του Γκιμοσούλη ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία, με τις οποίες ασχολείται σταθερά τα τελευταία είκοσι πέντε περίπου χρόνια.

Σε πλήρη αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Κώστα Κατσουλάρη στο «Μικρό δακτύλιο» και σε πλήρη συνάφεια με τη Μαρία Γαβαλά στα «Κορίτσια της πλατείας», η «Κραυγή της πεταλούδας» βάζει σε δεύτερη μοίρα τον τόπο, που λειτουργεί μέσα στο κείμενο περισσότερο ως έννοια και ιδέα παρά ως οδοδείκτης και πηγή έμπνευσης. Αυτό αποτελεί ίσως και το βασικό προτέρημα του Γκιμοσούλη σε τούτη τη συλλογή: απευθύνεται στον άνθρωπο πέρα από γεωγραφικές τοποθετήσεις και στεγανά, μακριά από οποιαδήποτε επιρροή από τόπους και χώρους. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι σε αντίθετη περίπτωση τα πράγματα καθίστανται αρνητικά κι απορριπτέα’ η πραγμάτευση αυτών των ζητημάτων, του χώρου και του τόπου δηλαδή, απαιτεί αφενός την πλήρη έλλειψη συναισθηματικής φόρτισης, και, αφετέρου, επιτάσσει την απόλυτη αποφυγή σοβινιστικού χαρακτήρα της αφήγησης. Η λογοτεχνία πρέπει να ’χει χαρακτήρα πανανθρώπινο (κάτι που αν συνειδητοποιούσε η γαλλική λογοτεχνία, θα απέφευγε ενδεχομένως το σύγχρονο θάνατό της).

Ο Γκιμοσούλης στην «Κραυγή της πεταλούδας» έχω την αίσθηση ότι απέφυγε να χτίσει χαρακτήρες, να αποδομήσει τις ιστορίες του αναδημιουργώντας τες ως λογοτεχνική ύπαρξη, αλλά επέμεινε στην καταγραφή ιδεών και εννοιών. Ο συγγραφέας κάνει μια ήρεμη άσκηση ύφους κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη, θέλοντας ξεκάθαρα να του μιλήσει για την επαναφορά στο σύγχρονο προσκήνιο μιας σύντομης και κοφτής λογοτεχνικής έκφρασης, η οποία αποζητά να καθαρίσει απ’ τις εξαντλητικές περιγραφές και τις ηθικολόγες εξάρσεις, προτείνοντας την ελευθερία και τον αναχωρητισμό απ’ το καθημερινό, ως μέσο αλλαγής μιας ζωής γεμάτης συμβιβασμούς.

Αυτό που δεν κατάφερε ξεκάθαρα, ωστόσο, είναι να προτείνει το νέο κόσμο που επαγγέλλονται οι ήρωες-ιδέες του, αφήνοντάς μας με την αίσθηση της γένεσης ενός νέου συμβιβασμού μέσα απ’ τις στάχτες τού άρτι γκρεμισθέντος.

Η ζωή μπορεί να περνά και να χάνεται, ο θάνατος, όμως, παραμένει, όχι ως αντικειμενικότητα βέβαια, αλλά ως δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια όλων μας, όσοι δήθεν δρέπουμε δάφνες απ’ τους κεκαλυμμένους καθημερινούς θανάτους.

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος]

[Ο Κωστής Γκιμοσούλης εξέδωσε πρώτη φορά ποίηση το 1983 («Ο ξυλοκόπος πυρετός») κι έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει πέντε ποιητικά βιβλία. Το 1988 εξέδωσε το πρώτο του πεζό («Στάχτη στα μάτια») με άλλα οκτώ (διηγήματα και μυθιστορήματα) να ακολουθούν. Έχει επίσης εκδώσει το 2000 το «Μαύρο Χρυσό» όπου έχει εντάξει ποιήματα, πεζά και ζωγραφιές]