Death & Co. – Sylvia Plath

 

Θάνατος & Σια

Δύο, και βέβαια είναι δύο.
Μοιάζει απόλυτα φυσικό τώρα –
Ο ένας που ποτέ δε σηκώνει το βλέμμα του, που ’χει βαριά βλέφαρα στα μάτια
Και ίδιες μπίλιες, σαν του Μπλέικ,
Αυτός που επιδεικνύει

Τα σημάδια του της γέννησης που ’ναι το χαρακτηριστικό του –
Την καυτή ουλή του νερού,
Τη γυμνή
Χάλκινη πατίνα του κόνδορα.
Είμαι κόκκινο κρέας. Το ράμφος του

Πλαταγίζει στο πλάι: δε μ’ έχει κάνει δική του ακόμα.
Μου λέει πόσο άσχημη δείχνω.
Μου λέει πόσο γλυκά
Δείχνουν τα μωρά στου νοσοκομείου
Το ψυγείο, μια καθαρή

Χαραγματιά στο λαιμό,
Μετά, οι πτυχώσεις των ιωνικών
Μανδυών του θανάτου,
Μετά, δυο μικρά ποδαράκια.
Δε χαμογελά κι ούτε καπνίζει.

Ο άλλος το κάνει αυτό,
Τα μαλλιά του μακριά και σαν αληθινά.
Ο μπάσταρδος
Χύνοντας αυνανιζόμενος μια λάμψη,
Θέλει ν’ αγαπηθεί.

Δεν ταράζομαι.
Ο πάγος γεννά ένα λουλούδι,
Η δρόσος γεννά έν’ αστέρι,
Οι νεκροί κουδουνίζουν,
Οι νεκροί κουδουνίζουν.

Κάποιος έχει φέρει το θάνατο εδώ.

 

Μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης

ερωτευμένος τρομοκράτης – γιώργος καρτέρης

Εύχομαι καλό χειμώνα σε όλους και όλες [άραγε πώς ακούγεται αυτό;] και σας ευχαριστώ που ερχόσαστε και τα λέγαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού…

δ.α.

 

Μετά από έρευνα χρόνων και κατόπιν συγκέντρωσης αξιόπιστου υλικού, ο Γιώργος Καρτέρης αναβιώνει με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα της συμπλοκής τού αντιεξουσιαστή-τρομοκράτη (με ή χωρίς εισαγωγικά) Χρίστου Τσουτσουβή (μέλους του ΕΛΑ μέχρι το 1980, οπότε και αποχώρησε ιδρύοντας την  «Αντικρατική πάλη») το 1985 με την αστυνομία. Στις 15 Μαΐου του 1985 αστυνομικοί της Ασφάλειας εντοπίζουν στου Γκύζη μια κλεμμένη μοτοσικλέτα. Έκαναν σήμα στον οδηγό να σταματήσει, αλλά αυτός δεν υπάκουσε. Εκεί είχε ξεκινήσει η καταδίωξη. Μετά έλαβε χώρα η πολύνεκρη συμπλοκή: τρεις αστυνομικοί  νεκροί καθώς και ο ίδιος ο Τσουτσουβής. Ο ίδιος, λοιπόν, και στο μυθιστόρημα, δεν κατάφερε να επιζήσει, ο σύντροφός του όμως, ο Δημήτρης, διέφυγε παίρνοντας μαζί του ως λάφυρο μια γυναίκα και το αυτοκίνητό της, την Κατερίνα, η οποία ζούσε έχοντας στο μυαλό της ότι «όλοι είμαστε καλοί – το κακό δεν υπάρχει». Μέχρι εκείνη την ημέρα.

Απ’ την απαγωγή και μετά, η Κατερίνα διαπιστώνει ότι μέρα τη μέρα ο τρομοκράτης-απαγωγέας της είναι πρώτ’ απ’ όλα άνθρωπος∙ ένας άνθρωπος που μπορεί να κρατά περίστροφο, ν’ αφαιρεί ζωές ή ό,τι άλλο φέρει μαζί της η τρομοκρατική δράση, αλλά έχει και δίψα για ζωή, γι’ αγάπη, για έρωτα. Γι’ άλλα πράγματα, που δε μυρίζουν εξαρχής μπαρούτι… Για χάρη αυτού του ανθρώπου η Κατερίνα πέρασε από γενεές δεκατέσσερις όχι μόνον εσωτερικά αλλά και απ’ την Ασφάλεια, απ’ τους φίλους της, απ’ τη ζωή την ίδια. Ολόκληρη.

Μέσα απ’ τις σελίδες του «Ερωτευμένου τρομοκράτη», ο Γιώργος Καρτέρης δεν περνά απλώς από κόσκινο τις συναισθηματικές συγκρούσεις της Κατερίνας εξαιτίας της επαφής της με το θάνατο∙ ξεσκονίζει τα κιτάπια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και ανασυστήνει, με απλή λογοτεχνική διάθεση, τις ιδεολογικές συγκρούσεις καθώς και το μεταπολιτευτικό ιδεολογικό ξεπεσμό της χώρας απ’ το ’70 κι εντεύθεν. Η «λογική» της Ασφάλειας, το δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς και οι «ιδέες» του, οι άνθρωποι που έπαψαν να είναι πολίτες κι έγινε πολιτικοί της ίδιας τους της ζωής. Ο Γιώργος Καρτέρης μοιάζει να τα ξέρει όλ’ αυτά και να προσπαθεί να τ’ αναμεταδώσει.

Ο συγγραφέας, όπως έχει δείξει και σε προηγούμενα βιβλία του (βλ. «Κάτσε καλά», εκδ. Εστία 2000), έχει βαθιές ρίζες στον καλοδουλεμένο και ανθρωπιστικά επεξεργασμένο ρεαλισμό που εντοπίζεται σε συγγραφείς όπως ο Μυριβήλης, η Αξιώτη και ο Δούκας (όσον αφορά τη θεματολογία και τη γλώσσα που επηρεάζεται απ’ τον τόπο καταγωγής), ή ο Καραγάτσης και ο Τερζάκης (όσον αφορά το λεγόμενο «αστικό ρεαλισμό»). Με μια γλώσσα, λοιπόν, «λαϊκή και ιδιωματική» (άλλωστε κατάγεται απ’ την Ερεσό της Λέσβου και διαμένει στις Σέρρες) και, εν προκειμένω, αισθητικά καλοδουλεμένη, φανερώνει ένα σύμπαν σκέψεων και πράξεων της «διπλανής πόρτας». Όλα αυτά σε συνδυασμό με όλη τη συμβολική διάσταση που θέλει ν’ αποδώσει στον «Ερωτευμένο τρομοκράτη», ο Καρτέρης, έχοντας παράλληλα φιλτράρει την ιστορία της τρομοκρατίας (πάλι, με ή χωρίς εισαγωγικά), δημιούργησε ένα μυθιστόρημα ανθρώπινο και πολιτικό.

Ωστόσο, όπως είχαμε επισημάνει και για τον Λευτέρη Μαυρόπουλο στο «Άλλο μισό μου πορτοκάλι» (εκδ. Ίνδικτος 2007), ο Καρτέρης μοιάζει ν’ απλοποιεί κίνητρα κι αιτίες στην προσπάθειά του να εξηγήσει όλα όσα διαμείβονται στον «Ερωτευμένο τρομοκράτη». Μπορεί βέβαια να πει κανείς ότι δίκην λογοτεχνικότητας και μυθιστορηματικής πλοκής, η οπτική είναι απολύτως στο χέρι του δημιουργού τού εκάστοτε έργου. Εντούτοις, η θεματολογία του «Ερωτευμένου τρομοκράτη» είναι τόσο συγκεκριμένη και αναψηλαφεί σε υπερβολικά τεντωμένο σκοινί ιδιαίτερα και ειδικά γεγονότα, που το κεντρικό θέμα ότι «όλα βασίζονται στην καλοσύνη των άλλων» μοιάζει να μην έχει «τεκμηριωθεί», όπως θα περίμενε κανείς, στο μυθιστόρημα.

Ο Λευτέρης Μαυρόπουλος με το «Άλλο μισό μου πορτοκάλι» ανασύστησε ενδελεχώς και λογοτεχνικά την εγχώρια ιστορία του μίσους απ’ τον Εμφύλιο και μετά∙ ο Κώστας Σωτηρίου με την «Αναπάντητη κλήση» (εκδ. Μελάνι 2008) μίλησε για τ’ απωθημένα και τ’ ανείπωτα της γενιάς του Πολυτεχνείου∙ ο Γιώργος Καρτέρης μοιάζει τώρα να συνοψίζει όσα προαναφέρθηκαν για να κρατήσει στο προσκήνιο την άποψη ότι μπορεί τελικά ο μανιχαϊσμός να μην είναι αρκετός για να κριθούν αντίστοιχα γεγονότα και βιώματα. Ίσως να χρειάζεται ν’ αναλύσουμε την Ιστορία -αλλά και την ιστορία- με όρους που ξεπερνούν τα όρια του καλού και του κακού…

…με όρους που υπερβαίνουν το χαρτάκι που διπλώνουμε πίσω απ’ το παραβάν κάθε τέσσερα χρόνια.

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι]

[Γιώργος Καρτέρης γεννήθηκε στην Ερεσό Λέσβου και σπούδασε Μαθηματικά στην Αθήνα. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές: «Ήρθε και τ’ άλλο καλοκαίρι» (Αθήνα 1976), «Αγαλμάτων μεσιτείες» (εκδ. Ίκαρος 1981), «Επιθέματα» (εκδ. Περί τεχνών 1998). Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το «Υπό σκιάν» (εκδ. Εστία 1992) και ακολούθησαν δυο συλλογές διηγημάτων, «Σημείο αφής» (εκδ. Περί τεχνών 1994), «Στον αστερισμό του Κυνός» (εκδ. Αμητός 1999), και τα μυθιστορήματα «Ένας Παντελής και μισός» (εκδ. Εστία 1996), «Κάτσε καλά» (εκδ. Εστία 2000), «Έρωτες στην άκρη» (εκδ. Εστία 2003). Έχει δημοσιεύσει δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Ο μονόλογός του «Στο τέρμα» απέσπασε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών και ανέβηκε από τη «Νέα σκηνή» του θεάτρου το Δεκέμβριο του 2004. Το πρώτο του βιβλίο «Ήρθε και τ’ άλλο καλοκαίρι» τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Ζει στις Σέρρες και εργάζεται ως καθηγητής στο ΕΠΑΛ Νιγρίτας]

έντεκα μικροί φόνοι – βάσια τζανακάρη

Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Nick Cave αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια συγγραφέα∙ πόσω μάλλον που η συγγραφέας, η Βάσια Τζανακάρη, είναι γεννημένη το 1980 και μοιάζει να έχει γαλουχηθεί με τα τραγούδια του Κέιβ ή άλλων, του ίδιου βεληνεκούς και μήκους κύματος, τραγουδιστών. Όπως μας πληροφορεί η ίδια, οι ιστορίες που απαρτίζουν τους «Έντεκα μικρούς φόνους» βρίσκουν την έμπνευσή τους στο επαναληπτικό άκουσμα της μουσικής τού Νικ Κέιβ. Κάπως έτσι φαίνεται να εξελίσσονται και οι έντεκα ιστορίες του προκείμενου βιβλίου: σαν ένα επαναληπτικό άκουσμα μιας ιστορίας που στόχο έχει να πιάσει τον αναγνώστη, ή τον ακροατή (έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο, παράλληλα, μπορεί ν’ ακούγεται), απ’ τ’ αυτί όχι εν είδει «μαλώματος» αλλά χάριν μιας προσπάθειας της πρωτοεμφανιζόμενης Τζανακάρη να μπει μ’ ορμή στη λογοτεχνία με μια πρώτη, ροκ, εμφάνιση.

Αλλά ας δούμε λίγο τη θεματολογία. Όπως δηλώνει ξεκάθαρα και ο τίτλος του βιβλίου, κάθε ιστορία έχει κι από έναν φόνο. Έτσι όπως είναι κάθε ιστορία δοσμένη, ο φόνος τις περισσότερες φορές είναι «δικαιολογημένος», ενώ τις υπόλοιπες αποτελεί αποκύημα ενός παρανοϊκού μυαλού που δολοφονεί ετσιθελικά, καταπώς φαίνεται απ’ τη ροή των αντίστοιχων διηγημάτων. Ένα θρησκόληπτο χωριό κυνηγά να σκοτώσει μια γυναίκα που γέννησε ένα παιδί με την ουρά του διαβόλου∙ μια πόρνη ερωτεύεται για μια φορά στη ζωή της κι ο άντρας αυτός θέλει να γίνει μαστροπός της∙ ένα καλό παιδί αποδεικνύεται ότι ζει όχι μόνο μες στη φαντασία του αλλά και μέσα σε ψυχιατρείο∙ τα παιχνίδια ενός κοριτσιού παίρνουν σάρκα και οστά δημιουργούν ένα βασίλειο που το «τρώνε» οι έριδες και οι έρωτες∙ ένας που θέλει να μιμηθεί τον Έλβις, πουλά την ψυχή του στο Διάβολο και χάνει τη σκιά του∙ ένας παρανοϊκός, κακοφτιαγμένος γιατρός φυλακίζει, ακρωτηριάζει και τελικά αποκεφαλίζει το αντικείμενο του έρωτά του στο εργαστήρι του∙ αυτές και άλλες ιστορίες αποτελούν τους «Έντεκα μικρούς φόνους» της Βάσιας Τζανακάρη. Αυτό, πάντως, που παρατηρείται σε όλες τους «μικρούς» φόνους, είναι ενταγμένοι στη γενικότερη διάθεση της Βάσιας Τζανακάρη να πει παραμύθια για μεγάλους∙ είναι όλοι οι ήρωες και οι ηρωίδες μέρη και μέλη μιας παραμυθένιας κοινωνίας που θέλει μόνο με το φόνο να λύσει τις όποιες διαφορές αναφύονται μεταξύ εαυτών και αλλήλων.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι διάφοροι θρησκόληπτοι, ηθικολόγοι και οι συν αυτοίς θα έβρισκαν πάλι πάτημα να μιλήσουν με το δείκτη σηκωμένο για τη «διαβολική» ροκ μουσική, για το τι μπορεί να γεννήσει στο μυαλό των ακροατών της κ.λπ. κ.λπ. Αυτό όχι μόνο είναι εκ προοιμίου τουλάχιστον αστείο, αλλά συγχρόνως αποτελεί και περί του αντιθέτου απόδειξη όσον αφορά τη διαφαινόμενη απόπειρα της συγγραφέως: ο σαρκασμός και η ειρωνεία, που κρύβεται πίσω απ’ τους εμπνευσμένους απ’ τον Κέιβ «φόνους», είναι μόνον ένα τέχνασμα της Τζανακάρη για όλα τα παραπάνω∙ σκοπός της, κατά τα φαινόμενα, δεν είναι να εξισώσει τη ροκ με το φόνο, αλλά να εξισορροπήσει αυτή τη μουσική με τη ζωή που προηγείται, έστω κι αν αποκλειστική θεματολογική επιλογή αποτελεί η λούμπεν πλευρά της∙ κομμάτι της είναι κι αυτό…

Τα διηγήματα, με τίτλους ως επί το πλείστον παρμένους από ομότιτλα κομμάτια τού Κέιβ, πραγματεύονται νουάρ ιστορίες με μια γερή δόση ρομαντισμού και μια σαρκαστική «κουταλιά του γλυκού». Κάτι σαν συμπαγής και αυστηρή συνταγή. Διατηρώντας η συγγραφέας σχεδόν απαράλλακτο το ύφος και τη δομή κάθε διηγήματος, δημιουργεί ένα καλογραμμένο και ευανάγνωστο συνονθύλευμα από μακρηγορούντα τραγούδια, με μια γλώσσα καλοδουλεμένη, αλλά ενδεχομένως λίγο συντηρητική (κάτι που δικαιολογείται λόγω της πρώτης εμφάνισης). Με λίγα λόγια, ο ρυθμός που διατηρείται ο ίδιος, σαν να παίζει με τ’ αυτί του αναγνώστη ή του ακροατή, μοιάζει να θέλει ν’ αναπαραστήσει ενώπιόν μας το εξής, χιλιοϊδωμένο παρ’ όλ’ αυτά, στοιχείο: κάθε ήρωας ή ηρωίδα που εμφανίζεται, είναι σαν ν’ αποτελεί τον ανιόντα και ταυτόχρονα τον κατιόντα κάθε επόμενου και προηγούμενου. Επομένως, δεν παρατηρούνται διαφορές στο χτίσιμο του ήρωα της ιστορίας «Ο καλός γιος» με αυτόν του «Τραγουδιού της χαράς» αλλά και ούτε μ’ αυτήν του «Αναπόφευκτου θανάτου του νταβατζή με το κοτλέ κουστούμι» κ.ο.κ.

Η Βάσια Τζανακάρη, μπορεί να μην καταφέρνει να εκπλήξει με την πρώτη της εμφάνιση, σίγουρα όμως μπαίνει με πολλά εφόδια στην ελληνική λογοτεχνία. Έχω την αίσθηση ότι, αν απ’ τη μια διατηρηθεί αυτή η αφηγηματική της ευχέρεια κι απ’ την άλλη η ορμητική της διάθεση, στα επόμενα βιβλία της θα δούμε, ίσως, ένα ακόμη πεζογραφικό χέρι, ανάμεσα σε λίγα -δυστυχώς- άλλα, να προσπαθεί να βγάλει απ’ την ανία και το τέλμα αναγνώστες και αναγνώστριες που ενδεχομένως θα θελήσουν να δουν, ουσιαστικά, και την άλλη πλευρά του νομίσματος της νεοελληνικής λογοτεχνίας…

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο]

[Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε το 1980. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Athens Voice και στο περιοδικό Sonik. Οι «Έντεκα μικροί φόνοι» είναι το πρώτο της βιβλίο]

ο οστεοφύλαξ – μάριος μιχαηλίδης

 

Γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Οστεοφύλαξ∙ και το οστεοφυλάκιό του. Ο Μάριος Μιχαηλίδης, γνωστός μέχρι σήμερα για την ποίησή του, στο πρώτο του μυθιστόρημα δημιουργεί μιαν αλληγορία για την εξουσία και το πάθος γι’ αυτήν∙ χτίζει ένα μυθιστόρημα για τη σχέση μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, που παρ’ όλη τη «φυσική» τους κατάσταση και οι μεν και οι δε, δε σταματούν ν’ αλληλοεπηρεάζονται. Ο «Οστεοφύλαξ» είναι, κοντολογίς, ένα κείμενο-μανιφέστο εναντίον όλων όσοι ζουν, αλλά και πεθαίνουν, μέσα στον αγώνα για επιβολή έναντι των υπολοίπων.

Ο οστεοφύλαξ έχει τη δουλειά του ως το άλφα και το ωμέγα τής ζωής του. Ζει κι αναπνέει μόνο και μόνο για να φυλάσσει και να περιποιείται τους κιβωτιόσχημους (όσους δηλαδή έχουν εκταφιαστεί και μπήκαν σε κιβώτια στο οστεοφυλάκιο) και να τους κρατά μακριά απ’ τ’ αδιάκριτα βλέμματα κι αγγίγματα των ακόμα ζωντανών. Έχοντας τοποθετήσει μια κάμερα στο εσωτερικό του οστεοφυλακίου, παρακολουθεί νυχθημερόν μ’ άγρυπνο μάτι τα τεκταινόμενα στο χώρο της φύλαξης των οστών. Ο χώρος αυτός έχει τη σημασία του και την εσωτερική του δομή: αλλού βρίσκονται τοποθετημένοι οι «κομμουνιστοσυμμορίτες» κι αλλού οι «κομμουνιστοφάγοι», αλλού έχουν τοποθετηθεί οι λήσταρχοι κι αλλού οι δωσίλογοι, αλλού κι αλλιώς, πιο επίσημα, οι μητροπολίτες κι αλλού ο «λαουτζίκος». Ακόμη, λοιπόν, και μέσα σ’ έναν άψυχο χώρο (με ή χωρίς εισαγωγικά) οι διακρίσεις και οι συμπάθειες ή αντιπάθειες είναι εμφανείς.

Γύρω απ’ όλ’ αυτά δημιουργούνται καταστάσεις απείρου κάλλους, όπως αναλήψεις και απώλειες εξουσίας, γαϊτανάκια πρωτοκαθεδριών και θέματα διεθνικά που αναφύονται εξαιτίας ενός καταστροφικού σεισμού που ανασύρει στην επιφάνεια θέματα καλής γειτονίας με την Αλβανία και τη Βουλγαρία, μέσω της αναστύλωσης και επιδιόρθωσης των τοιχογραφιών, εξαιτίας της διαμάχης σε ποιον ανήκουν και για ποιον προορίζονται όλ’ αυτά. Οι κιβωτιόσχημοι, απ’ την άλλη, ανήμποροι ν’ αντιδράσουν υλικώς, ασκούν επιρροή άλλως πώς: μ’ αυτό που υπήρξαν εν ζωή αλλά και μέσω όσων προσφιλών τους προσώπων ζουν και διεκδικούν μια καλύτερη «μοίρα» γι’ αυτούς στο οστεοφυλάκιο ή εξαιτίας αυτού που υπήρξαν εν ζωή κάνουν τους άλλους νομίζουν ότι μπορούν να συμπεριφέρονται ωσάν να είναι ακόμα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χήρα του δημάρχου που ασκεί, μέσω της όποιας γοητείας της, επιρροή στους πάντες και τα πάντα.

Το κείμενο είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο στο τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η γλώσσα που ο Μιχαηλίδης χρησιμοποιεί και που εναλλάσσεται μεταξύ δημώδους καθαρεύουσας και δημοτικής. Όταν, με λίγα λόγια, η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από σοβαρά εκκλησιαστικά ή ιστορικά στοιχεία διατηρεί ένα λόγιο χαρακτήρα, όταν, όμως, ξεπερνά τα όρια αυτά, μοιάζει να «κουράζεται» κι επιστρέφει για λίγο στη δημοτική. Μοιάζει ο συγγραφέας να παίζει μεταξύ ενός καμβά πάνω στον οποίο σχεδιάζει και χρωματίζει, ανάλογα με την περίσταση, τη εν χρήσει γλώσσα την οποία διαμορφώνει πάλι ανάλογα με τη ροή του λόγου του. Θέλει, κατά τα φαινόμενα, ν’ αποδώσει το σχήμα της δυναμικής εκκίνησης που στο διάβα της εξαντλείται, παίρνει μιαν ανάσα και ξαναορμά.

Συμβολικά, επίσης, είναι και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται: ο νεοφώτιστος της εξουσίας του νεκροταφείου, ονομάζεται «Μανωλάκης» (Εμμανουήλ ήταν τ’ όνομα του Ιησού), εμφανίζονται γυναίκες με ονόματα όπως «Μαγδαληνή», «Θεοξένη» κ.λπ. παρμένα απ’ την Αγία Γραφή, αλλά και η χήρα του δημάρχου ως Ναταλία που στα λατινικά σημαίνει «ζωή», «γέννημα» κ.τ.τ.

Ο «Οστεοφύλαξ» είναι ένα σαφές σχόλιο για τη μανία της εξουσίας αλλά -παράλληλα- και για τη μικροπρέπεια και το μικροαστισμό που διέπει αυτούς που τη συναναστρέφονται, έστω και με όρους συμβιβασμού ή προσωρινότητας. Το σχήμα «οστεοφύλακας-οστεοφυλάκιο-κιβωτιόσχημοι-ζώντες» θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί εύκολα και κατ’ αντιστοιχία με το σχήμα «μανία για την εξουσία-εξουσία-αντικείμενο εξουσίας-εμπόδια και πειρασμοί για την εξουσία». Αυτός ο συμβολισμός μπορεί, αφενός, να λειτουργεί καταλυτικά και ν’ αποτελεί εύρημα για το μυθιστόρημα, αφετέρου όμως, μας πάει πίσω σε μια λογοτεχνική άποψη που έχει από καιρό παρέλθει. Πιο συγκεκριμένα, τα απλά συμβολικά σχήματα που διαχέονται στον «Οστεοφύλακα» του Μιχαηλίδη είναι παραδομένα στην ευκολία, απ’ τη μια, του χτισίματος μιας ιστορίας, αλλά, απ’ την άλλη, η γλώσσα της αφήγησης τα ομορφαίνει μ’ εκείνα τα στολίδια που φέρουν μια νοσταλγία του περασμένου.

Η επαναλαμβανόμενη αναφορά της φράσης «τωόντι, θλιβερά τα Βαλκάνια» οδηγεί αυτόχρημα στη σκέψη ότι ο συγγραφέας θέλει, όχι απολύτως επιτυχώς εκ του αποτελέσματος, να μιλήσει και για την κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια στην εποχή μας. Μέσα απ’ όλα όσα προαναφέρθηκαν, αλλά και απ’ την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας ή διαφόρων άλλων που προέρχονται απ’ την ευρύτερη περιοχή, ο Μιχαηλίδης θέλει ν’ αναφερθεί δηκτικά και ίσως με μια κάποια απογοήτευση, για τη σχέση μεταξύ των χωρών αυτής της περιοχής, που αντί να πορεύονται εν ειρήνη και με όρους καλής γειτονίας, για θέματα και πάλι πρωτοκαθεδρίας αυτές διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα μεγαλύτερη οφέλη της μιας έναντι της άλλης, δημιουργώντας έτσι μιαν ιστορική ασυνέχεια για τη χερσόνησο του Αίμου.

Αυτό που θα συναντήσει κανείς κατά την ανάγνωση, είναι ότι ο Μάριος Μιχαηλίδης δεν μπλοφάρει, θέλοντας γι’ άλλα να μιλήσει και γι’ άλλα τελικά μιλάει. Η σαφήνεια και η ευκρίνεια των απόψεών του, καθώς και η επικρατούσα του ποιητικότητα, είναι ευθύβολες∙ τίποτα στον «Οστεοφύλακα» δεν υπάρχει που να κρύβεται∙ τα πάντα είναι ξεκάθαρο αντικαθρέφτισμα του παρόντος κόσμου, έστω και μέσω της αναφοράς σε κόκαλα άλλοτε ζωντανών και σε οστεοφυλάκια άλλοτε σφύζοντα από «ζωή».

Η εξουσία, εν προκειμένω, σ’ αντίθεση με τη γλώσσα, και κόκαλα έχει και κόκαλα τσακίζει…

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο]

[Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα κι εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές κι έχει βραβευτεί απ’ το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (Μεταίχμιο 2003). Ο «Οστεοφύλαξ» ήταν υποψήφιος για τα βραβεία των περιοδικών «Διαβάζω» και «(δε)κατα»]