τον άλλον [των άλλων]

Κι ήμουν μόνος σε κείνο το φως που πετάχτηκε ξάφνου ένα πρωί.
Δεν ήξερα να πω ποιος το ‘στειλε, δεν ήθελα να ξέρω.
Μόνο πήρα το χέρι μου, τ’ ολόδικό μου χέρι
και
περπάτησα ανάποδα
στα ταβάνια
στις χλομές, στις βρόμικες αλήτικες προσευχές.
Εκείνες που ήθελαν ν’ ανεβούν στο θεό
μα
κόλλησαν σε κείνα τα ταβάνια.
Ήμουν μόνος.
Ήμουν αλάνθαστος καθώς επέστρεφα στο μυαλό μου.
Ήμουν ένα σκουλήκι μεγαλειώδες.
Είχα σάλια για να σέρνομαι
και
σάλια για ν’ αφήνω πίσω μου.
Είχα δυο χέρια κλεμμένα στην κουκούλα μου,
συγγνώμη, στο κουκούλι μου,
και πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα, έτρεχα προς το μυαλό μου.
Καμιά φορά φοβόμουν τις μυρωδιές,
αλλά ένα σκουλήκι, που ‘ταν μαζί και μεγαλειώδες,
δεν είχε να φοβάται τίποτα.
Τίποτε πια δε με φοβίζει όμως
που να ‘ναι τελειωτικό.
Έχω το μυαλό μου
και
τον πόλεμο.
Έχω πού και πού κι ένα χέρι να με πιάνει.
Κι αν ζήσει
κι αν πεθάνει
έχω πάντα τον πόλεμο.
Τον δικό μου
και
των άλλων.
Τον δικό μου
και
τον άλλον.

[Και δυο ποτήρια άπλυτα.
Όλη κι όλη μου η περιουσία.
Αυτά τα δυο ποτήρια που ποτέ δε θα πλύνω.
Για να μείνουν εκεί τα στόματα που γνώρισα.
Τα στόματα που μ’ ήπιαν
.]

οχτώ μείον 1 αλήθειες

Ο Αλέξανδρος με κάλεσε να παίξω σ’ αυτό το παιχνίδι με τις εφτά αλήθειες.

Συνεχίζω, λοιπόν, τώρα μ’ αυτές τις αλήθειες, που μπορεί μερικές απ’ αυτές να ‘ναι απλώς της εποχής κι όχι “αιώνιες” – σίγουρα δεν είναι τυχαία επιλεγμένες:

1. Να πίνω (κρύο) νερό απ’ το μπουκάλι. Ίδιο φιλί πολλές φορές.

2. Δύο υπέροχα depon μετά από τρελό μεθύσι. Την άλλη μέρα δεν έχω ποτέ hang-over.

3. Πρωινός καφές και τσιγάρο. Αν τελειώσουν, μπορώ να ξανακοιμηθώ μέχρι κάποιος να μου φέρει!

4. Τα βραδινά τηλεφωνήματα. Εκείνα τα βραδινά τηλεφωνήματα. Αυτά τα βραδινά τηλεφωνήματα.

5. Η Πειραιώς – το βράδυ. Με αυτοκίνητο. Μόνο.

6. Η μεταγραφή ποιημάτων στα ελληνικά – το βράδυ. Λειτουργώ σαν τις νταλίκες: μετά από χιλιόμετρα στο δρόμο, όταν μπουν στη rest area, πρέπει να μείνουν στο ρελαντί για λίγη ώρα. Αλλιώς θα σκάσει η μηχανή.

7. Ένα βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα. Αυτό το βλέμμα. Δουλειά μας είναι [και] τα βλέμματα. Όλων.

____________________

Εννοείται, όποιος θέλει συνεχίζει.

____________________

Οι κανόνες λένε τα εξής:

Βάλε Link (σύνδεση) προς το άτομο που σε έκανε tag. Γράψε 7 αλήθειες για σένα στο blog σου, κάποιες κοινές, κάποιες περίεργες. Κάνε tag 7 άτομα στο τέλος της ανάρτησης βάζοντας τα ονόματα τους και links προς το blog τους. Ειδοποίησε τους ότι τους έχεις κάνει tag αφήνοντας σχόλιο στο blog τους.

Ε, κάποιους απ’ αυτούς τους προσπεράσαμε…

Stephanie Norgate & Patience Agbabi [1 + ένα ποιήματα]

ΓΕΝΝΗΣΗ – ΣΤΕΦΑΝΙ ΝΟΡΓΚΕΪΤ

Μια ιστορία που τα παιδιά αρέσκονται ν’ ακούν
μα δεν μπορούν ποτέ να θυμηθούν.
“Γεννήθηκε στις…” ένα βιογραφικό σημείωμα
που δε λέει τίποτε απ’ τη δεκεμβριάτικη μέρα
που η δεκαεξάχρονη μητέρα σου και ο πατέρας σου
παλεύουν με το ψύχος,
βουλώνοντας τα κενά στο σοβά
με της γιαγιάς του το κουρελιασμένο μισοφόρι,
απλώνοντας κασκόλ και παλιές κάλτσες
στις κάτω ρωγμές στις πόρτες,
ανάβοντας το γκάζι που στάζει
αδιάκοπες φλόγες κατά μήκος όλων των τοίχων.

Όταν βγαίνεις στον κόσμο γλιστρώντας,
σ’ ονομάζουν Μυρτιά
για χάρη του αγροτόσπιτου που διαρρέει η φωτιά και η βροχή
την ώρα που η μητέρα σου πλένει
το σώμα της με νερό απ’ την πορσελάνινη στάμνα
και ο πατέρας σου γεμίζει την πίπα του
και ανησυχεί και βήχει
αναλογιζόμενος πόσο στ’ αλήθεια είναι άντρας
τώρα που έχει παιδί. Μα εσύ δεν μπορείς ν’ ανακαλέσεις
τίποτε απ’ όλ’ αυτά: Τη γριά Νταίζη, τη μητριά της μητέρας σου,
να φέρνει σ’ αμηχανία τη μητέρα σου
με μια τσιγγάνικη ευλογία
και μερικά αυγά απ’ τη χήνα.

Πριν απ’ τ’ άλλα έξι παιδιά,
πριν απ’ τα εξήντα-τη-μέρα τσιγάρα Senior Service,
πριν απ’ τ’ άλογα,
ήσουν εσύ κι αυτοί μόνον, και, μετά τη βροχή,
ο χειμωνιάτικος ήλιος λευκαίνει τη γενειάδα του γέρου
αυτήν που καλύπτει το χώρο απ’ την οξιά στο έλατο στην οξιά
ιχνηλατώντας όλον τον απόκρημνο λόφο, και να σου
η μητέρα σου, ματωμένη, τραγουδώντας
με τα ξέπλεκα μακριά της μαλλιά,
έτσι όπως πάντοτε ήθελες να θυμάσαι.

Μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης

ΦΑΕ ΜΕ – ΠΕΪΣΕΝΣ ΑΓΚΜΠΑΜΠΙ

Όταν έκλεισα τα τριάντα, μου έφερε μια τούρτα,
τρία στρώματα κρούστας, σπιτική,
ένα κεράκι για κάθε έξι μου κιλά.

Η κρούστα ήταν λευκή μα τα γράμματα ροζ,
έλεγαν, ΦΑΕ ΜΕ. Κι εγώ έφαγα, έκανα
ό,τι μου είπε. Δεν τη γεύτηκα καν.

Μετά μου ζήτησε να σηκωθώ και να κάνω
ένα γύρο το κρεβάτι έτσι που μπορούσε να βλέπει τη μεγάλη
κοιλιά μου να πηγαίνει πέρα δώθε,  τους γοφούς μου ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν μεγάλο φορτηγό.

Όσο παχύτερη, τόσο το καλύτερο, θα ‘λεγε, μ’ αρέσουν
τα χοντρά κορίτσια, τ’ απαλά κορίτσια, εκείνα που μπορώ να φωλιάσω μέσα τους
με πολλές δίπλες στο πιγούνι, μ’ ένα σωρό κυτταρίτιδα
.

Ήμουν το τζακούζι του. Αλλ’ εκείνος ήταν ο μάγειράς μου,
η μοναδική μου απόλαυση η επίθεση του fast food,
η δική του, να με βλέπει να φουσκώνω σαν απαγορευμένος καρπός.

Το σαρκώδες τροπικό του φρούτο. Το έρημο νησί του μετά από ένα ναυάγιο.
Ή μια αδύναμη φάλαινα σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι
ποθώντας ένα κύμα. Ήμουν ένα παλιρροιακό κύμα από σάρκα

πολύ χοντρή για να φύγω, πολύ χοντρή για ν’ αγοράσω ένα λίτρο ολόπαχο γάλα,
πολύ χοντρή για να χρησιμοποιήσω το λίπος σαν μια συναισθηματική ασπίδα,
πολύ χοντρή για ν’ αποκληθώ ευτραφής, γεμάτη θαλπωρή, εύσωμη.

Τη μέρα που έκλεισα τα τριάντα εννιά, τον άφησα να θωπεύσει
το γιγάντιο σαν την υδρόγειο μάγουλό μου. Η σάρκα του, η σάρκα μου έγιναν χείμαρρος.
Είπε, άνοιξε όσο μπορείς, έχυσε ελαιόλαδο στο λαιμό μου.

Σύντομα θα ‘σαι σαράντα… ψιθύρισε, και πώς
θα μπορούσα να μη γυρίσω καταπλακώνοντάς τον. Γύρισα κι εκείνος πνίγηκε
στη σάρκα μου. Έπνιξα τον ήχο της θανατικής του καταδίκης.

Τον άφησα εκεί για έξι ώρες που ένιωσα σαν μια βδομάδα.
Το στόμα του ανεπαίσθητα ανοιχτό, τα μάτια του πρησμένα απ’ την απληστία.
Δεν έμεινε τίποτ’ άλλο φαγώσιμο μες στο σπίτι.

Μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης

[α]πορεία

Άνοιξε το στόμα και πάλεψε να μας καταπιεί.
Δεν το αφήσαμε, όμως, έτσι.
Όχι.
Το στόμα που έγινε χέρι και το χέρι που έγινε δράκος αιμοσταγής
σταμάτησε να βρυχάται μπρος στη μούρη μας.
Τώρα μόνον αέρας και αέρας και αέρας.
Τίποτ’ άλλο.
Κανείς ν’ αλλάξει την πορεία μας.
Ούτε ένα μικρό μικρό αγκαθάκι να καθίσει στο λαιμό μας.
Ελεύθερα τα χέρια μας και τα μάτια μας ζητούν τις ατέλειες.

Διαγωνιζόμαστε για το ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες ατέλειες.

Ξεκινήσαμε λίγοι και τώρα είμαστε κι άλλοι και θα γίνουμε χιλιάδες,
πλήθος ατέλειωτο.
Πλίνθος.

Εμείς πάμε, δεν ταξιδεύουμε.

Διαλύονται οι πόλεις -δεν το βλέπεις;- στο πέρασμά μας
και
ένα χέρι δε μένει να χαιρετά, αφού κι αυτό το παίρνουμε μαζί μας.
Όλα.
Όλα.

Ένα δάκρυ όμως να κυλήσει και τρέχουμε να το μαζέψουμε τρεις.
Τέσσερις.
Χίλιοι.

Ας ήταν μόνο δάκρυα πεταμένα χάμω.
Αυτό είναι τα δάκρυα.
Το τέλος του χρόνου.
Ούτε χέρια χρειαζόμαστε πια.

Το στόμα
-ό,τι έχουμε και δεν έχουμε-
το χαρίζουμε μ’ αγάπη,
μ’ όλη μας την αγάπη,
στο δράκο που
θέλει να μας καταπιεί και να μας πάρει και να μας πάει.

Εμάς τους πεθαμένους των νεκρών.

__________

Η φωτογραφία από εδώ

η αρχαία σκουριά – μάρω δούκα

Είναι τουλάχιστον ευτυχές οι νέες γενιές αναγνωστών να έρχονται σ’ επαφή με λογοτεχνικά έργα που όχι μόνο σημάδεψαν την εποχή τους, αλλά ακόμη και σήμερα μιλούν χωρίς να κραυγάζουν, δηλώνουν την παρουσία τους – ως αναγκαιότητα περισσότερο παρά ως ευπώλητα μιας άλλης εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι η “Αρχαία Σκουριά” που επανακυκλοφορεί σε μιαν έκδοση αναθεωρημένη από τις εκδόσεις Πατάκη.

Το πρώτο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (πρωτοεκδόθηκε το 1979) είναι η λογοτεχνική ομφαλοσκόπηση μιας ολόκληρης γενιάς· της γενιάς του Πολυτεχνείου. Με την αδιάκοπη αφήγηση της Μυρσίνης Παναγιώτου ανασυστήνεται στον αναγνώστη μια εποχή (πιθανόν η Μυρσίνη να είναι ο συμβολισμός της ίδιας της εποχής ή ενός σημαντικού κομματιού της), αυτή της δικτατορίας, που όχι μόνο σημάδεψε, αλλά ταυτόχρονα σημαδεύτηκε. Με διαρκές πηγαινέλα στο αφηγηματικό παρόν και παρελθόν (Κατοχή, Εμφύλιος, Ανένδοτος), η ηρωίδα, φοιτήτρια τότε, περιγράφει κατά τρόπο συμπαγή και ευφυή τον έξω και των έσω κόσμο. Βοηθούντων των ιστοριών που ζει η ίδια, οι φίλοι της, η οικογένειά της, καθώς αυτών που έχουν ζήσει τα περιμετρικά της πρόσωπα, η Μάρω Δούκα καταφέρνει μ’ έναν τρόπο περισσότερο από μοντέρνο, αγγίζοντας τα όρια του μεταμοντέρνου, να εντάξει στην “Αρχαία Σκουριά” όλη την …άχρονη γυαλάδα. Και μέσα σ’ όλα να αποδείξει ότι το κάθε “παρόν” δεν προέρχεται εκ παρθενογενέσεως, αλλά αποτελεί σύνδεσμο μιας αλυσίδας ιστορικών γεγονότων. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, λοιπόν.

Οργανώσεις, κομματικές συζητήσεις και ντιρεκτίβες, ατέρμονες μαρξιστικές και εν γένει θεωρητικές αναλύσεις, φυλακίσεις, διώξεις, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, η παρουσίαση χαρακτήρων-ηρώων όλων των ειδών και των κοινωνικών τάξεων και προελεύσεων· με πρωτοστατούσα την ιδεολόγο (σχεδόν ουτοπίστρια) Μυρσίνη και μια σειρά ομοίων της, όπως επίσης και άλλων πιο “ρεαλιστών” χαρακτήρων, καθώς και καιροσκόπων ή αφελών επίσης, χωρούν μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα τόσο πολλά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης έχει σε πολλά σημεία του βιβλίου να σταθεί και να κατανοήσει. Κυρίως, δε, όσον αφορά την ηρωίδα, τις ατραπούς που αυτή διέρχεται στο συναισθηματικό -ερωτικό, φιλικό, οικογενειακό ή άλλο- κόσμο της.

Εντύπωση προκαλεί και η διάθεση της Μάρως Δούκα να ακολουθήσει αυτό το “πηγαινέλα” το βιβλίο της ως συνταίριασμα με τον αλλόκοτο ψυχικό κόσμο της Μυρσίνης, της ηρωίδας, η οποία βεβαίως συμφωνεί και προτυπώνει το αδιάκοπο πισωγύρισμα και την ατελείωτη αναμπουμπούλα της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά και συγκεκριμένα της περιόδου της χούντας. Μεταξύ άλλων, καθόλου δε φαίνεται να είναι τυχαία και η επιλογή των επιστημών που σπουδάζουν οι ήρωες: ιατρική και νομική, κατά κύριο λόγο, μιας και η πρώτη ασχολείται με την “ευταξία” του προσωπικού κόσμου και η δεύτερη με αυτήν του διαπροσωπικού. Όπως και η αρχιτεκτονική: είναι αυτή η επιστήμη που σκοπό έχει, καταρχήν τουλάχιστον, να “βάλει σε τάξη” ζωές ανθρώπων και πόλεων. Βέβαια, η συγγραφέας, ακόμη και για την ιατρική δηλώνει, μέσω της ηρωίδας, πως για να ‘ναι κανείς καλός γιατρός, πρέπει να ‘ναι καλή και η κοινωνία.

Με επιρροές απ’ τον Στρατή Τσίρκα και τον Αντρέα Φραγκιά, ίσως και με μια επαφή με το “Κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου, η Μάρω Δούκα παραμένει σύγχρονη και μοντέρνα, υφολογικά και πραγματολογικά, όντας η ίδια περισσότερο προσωπική και εξομολογητική στην πραγμάτευση του υλικού της. Το σημαίνον ζήτημα που προκύπτει βέβαια είναι η ένταξη του βιβλίου στο σήμερα. Το 1979 που εκδόθηκε η “Αρχαία Σκουριά” ήταν, και είναι ακόμα φυσικά, ένα πολιτικό, μεταξύ άλλων, μυθιστόρημα που μιλούσε ακριβώς για την εποχή του. Κάθε υπόνοια “βιαστικής ταφόπλακας” και “όψιμης σφράγισης” της ιστορικής εκείνης περιόδου προφανώς και κρίνεται περιττή εκ του αποτελέσματος του βιβλίου. Με ζωντανή την αίσθηση και τη συγκυρία της χούντας και της μεταπολίτευσης, το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα παραμένει σύγχρονο για την εποχή του και σύγχρονο για σήμερα, αφού μπορούμε να έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο “εποχής” της εποχής του, μια αναβίωση, δηλαδή, που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι κυρίως κυκλοφορεί ως ιστορικό ή πολιτικό μυθιστόρημα τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων στις οποίες έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί ή σύντομα θα κάνουμε λόγο γι’ αυτές.

* * *

Μπορεί να τελειώνει το βιβλίο και να μένει κανείς με μιαν αίσθηση “αποτυχίας” ή “παραίτησης”. Έχω την εντύπωση, ωστόσο, ότι η Μάρω Δούκα, στην τραγική αυτή ηρωίδα-εποχή, δηλώνει την επανέναρξη και την ανασύνταξη.

Έτσι επιτέλους χωρούσα σε μια κόλλα χαρτί:

Λοιπόν εγώ, ονομάζομαι Μυρσίνη Παναγιώτου. Γεννήθηκα στο Παρίσι στις 25 του Ιούλη. Κατοικώ οδός Σινώπης 10, μοναχή μου. Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα, η μητέρα μου έχει πεθάνει. Έχω αγωνιστεί στα χρόνια της δικτατορίας, στην αρχή, ως μέλος του Ρήγα. […] Για τις ικανότητες και τις αδυναμίες μου δεν έχω τι να πω. Και τέλος πάντων πότε νιώθω ένας θεός πότε ένα πλάσμα“.

Γιατί πρέπει κανείς να φτάσει στο μηδέν για να ξαναβρεί το ένα. Και ξανά το μηδέν. Και ξανά το ένα.

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη]

[Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα “Η Αρχαία Σκουριά”, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα “Αθώοι και φταίχτες”. Για το ίδιο μυθιστόρημα τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika. Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στις σελίδες της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης των Σερρών στη στήλη “Πρόσωπα – Συγγραφέας του Μήνα“.]

ίχνος κραγιόν η νύχτα – νατάσα ζαχαροπούλου

Η αρχική σκέψη, διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Νατάσας Ζαχαροπούλου, είναι ότι πιθανόν να μπλεχτεί  ο αναγνώστης σ’ έναν κυκεώνα απογοητεύσεων και εξάρσεων ερωτικών, όπως τις έχουμε γνωρίσει κατά καιρούς από διάφορα λογοτεχνικά έργα ανάλογου είδους. Συνεχίζοντας την ανάγνωση, αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν έντονα ψήγματα μιας λογοτεχνικής προσπάθειας να ξεφύγει ο γράφων και μαζί του ο αναγνώστης από την πεπατημένη.

Η Νατάσα Ζαχαροπούλου, σήμερα 47 ετών, μετά από μία ποιητική συλλογή και δύο συλλογές διηγημάτων, στο “Ίχνος κραγιόν η νύχτα” προσπαθεί να βρει ένα δρόμο για να ισορροπήσει ανάμεσα στον αφαιρετικό λόγο της ποίησης και στον ευρύ, αλλά απαραίτητα μεστό, λόγο της πεζογραφίας. Ως κεντρικό άξονα, λοιπόν, χρησιμοποιεί μία γυναίκα της εποχής μας, απολύτως σύγχρονη και καθημερινή, χωρίς φτιασίδια και περικοκλάδες, και η οποία με τη σειρά της παλεύει να “παλαντζάρει” ανάμεσα στο μηδέν και το ένα, αποκλειστικά – παρ’ όλες τις διακηρύξεις της, το άπειρο μοιάζει είτε να μην την αφορά είτε να μην το έχει πάρει σοβαρά υπ’ όψιν της. Ό,τι και να ισχύει, στα σίγουρα είναι ενσυνείδητο.

Η Μαρολύνα, λοιπόν, δημόσια υπάλληλος, με αυτό που λέμε “κανονική ζωή”, όχι και τόσο ξαφνικά αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να πάρει τη ζωή της απ’ την αρχή. Παρατά τον Νικήτα, σύντροφό της για χρόνια, γνωρίζεται για λίγο με τον Ζυλ, τελικά καταλήγει μ’ ένα τύπο-κλειδί της ιστορίας, τον Ηλία, ο οποίος καταφέρνει μεν να φωτίσει, αυτός περισσότερο απ’ όλους, σκοτεινές πτυχές της Μαρολύνας, ωστόσο και αυτός αποτυγχάνει να γεμίσει το μηδέν της ηρωίδας. Εν τω μεταξύ, παρελαύνουν απ’ το μυθιστόρημα δευτερεύοντες χαρακτήρες, χωρίς την παρουσία των οποίων το κείμενο θα ήταν φτωχότερο. Ο άρρωστος πατέρας, μια φίλη της, η Εύα, που περισσότερο καταλήγει να πιέζει, έτσι μοιάζει στο μυθιστόρημα, παρά ν’ απελευθερώνει την ηρωίδα, ο φίλος της ο Άλκης -συνδυασμός παράδοξος των δύο αυτών ανθρώπων- και διάφοροι άλλοι που παρελαύνουν περιπαθώς ή αναίσθητοι απ’ τη ζωή της Μαρολύνας. Τα ταξίδια και οι τόποι που ταξιδεύει ο αναγνώστης, καταγράφονται περισσότερο ως προσωπική καταβύθιση ξεπερνώντας έτσι την απλή μετάβαση από έναν τόπο σ’ έναν άλλον.

Οδεύοντας προς το τέλος, η συγγραφέας μοιάζει να προσπαθεί να ταρακουνήσει τον αναγνώστη με το δίπολο: θάνατος-(ανα)γέννηση. Με την επιστροφή στο προσκήνιο του Νικήτα, ο οποίος εμπλέκεται σ’ ένα αιματηρό τροχαίο ατύχημα αλλά και με τον καταλυτικό θάνατο του πατέρα της, η Μαρολύνα καταφέρνει μ’ αυτό τον τρόπο να καθαρίσει το τοπίο της και να πάρει τα ηνία της ζωής της απ’ την αρχή.

Ωστόσο, η Νατάσα Ζαχαροπούλου στο “Ίχνος κραγιόν η νύχτα” σε διάσπαρτα σημεία φαίνεται ν’ αδικεί, ας μας επιτραπεί, το συγγραφικό της εαυτό. Ενώ έχει αποφασίσει εξ αρχής να βάλει σε δεύτερη μοίρα την ιστορία και να θέσει ως απόλυτο κυρίαρχο την ψυχική κατάσταση και οδύνη της ηρωίδας της, πού και πού φαίνεται αμήχανη να χειριστεί τις καταστάσεις αντικαθιστώντας τες με περιγραφές που δεν εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Αυτό που είναι κατανοητό απολύτως είναι πως η συγγραφέας ξεκινώντας από ένα ποιητικό, ξεκάθαρα, εγώ, στην προσπάθειά της να “πεζογραφήσει”, χάνει το στόχο της. Αλλά αυτό μόνο σε σημεία. Το “Ίχνος κραγιόν η νύχτα” είναι ένα μυθιστόρημα που παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Εξηγούμαι: Χωρίς να θυσιάζεται πλήρως στο βωμό των πεζογραφικών συμβάσεων, αναδύεται ποιητικά και αφαιρετικά, ακροπατώντας στην ποιητική αφήγηση και σε μια φωνή που αγωνίζεται να βγει απ’ τα σπλάχνα της ηρωίδας και μαζί της συγγραφέως.

Αυτό που μένει, και αυτό που έχει τελικά σημασία, είναι η λογοτεχνική μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη ορμή της Νατάσας Ζαχαροπούλου και ένας υποφώσκων θυμός που κατακλύζει το “Ίχνος κραγιόν η νύχτα”. Μια, εν ολίγοις, δημιουργική οργή για ανάσα και φως, ένας αγώνας για όσα μένουν ανεκμετάλλευτα στον άνθρωπο, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά εκείνες οι δυνάμεις του που μένουν άφωτος ή ολιγόφωτες, αφού τελικά ο άνθρωπος είναι συνάνθρωπος και δύσκολα μπορεί να βρει εκείνο το χέρι ή το βλέμμα που θα τον φέρει ένα βήμα εμπρός.

Και κάτι ακόμη: οι δογματικές λογοτεχνικές συμβάσεις δημιουργήθηκαν για να τις ξεπερνούμε (όχι όμως να τις προσπερνούμε). Η Νατάσα Ζαχαροπούλου έκανε ένα δειλό, προς ώρας, βήμα προς αυτή την κατεύθυνση με μια εσωτερική αναχαίτιση, ίσως, που της στέρησε το ξετύλιγμα, έτσι φαίνεται, μιας ψυχικής αναζήτησης σε όλο του το εύρος. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι στη μελλοντική λογοτεχνική της πορεία θα είναι έτοιμη να ρίξει ένα “φάσκελο” παραπάνω σε όσα αισθάνεται ότι αδικούν και μειώνουν ένα γύρω. Εσω- ή εξωλογοτεχνικά (που πάλι λογοτεχνικά θα καταλήξουν – τουλάχιστον στην επεξεργασία τους…).

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανατολικός]

[Η Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε το 1961 στη Λειβαδιά. Σπούδασε δημοσιογραφία και εργάζεται ως ασφαλίστρια. Το 1995 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Λύχνος η ποιητική συλλογή “Να σ’ έχω” και η συλλογή διηγημάτων “Κι ας με ταξιδεύεις όπου”. Το “Ίχνος κραγιόν η νύχτα” είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Ακολούθησε, πάλι απ’ τις εκδόσεις Ανατολικός, η συλλογή διηγημάτων “Όπου ορίζει το φιλί”. Διατηρεί το δικό της blog στη διεύθυνση: http://natashazacharopoulou.blogspot.com%5D

Πιτσιμπούργκο – Σώτη Τριανταφύλλου [Θέατρο Άλεκτον]

Μία ώρα. Τόσο χρειάζεται κανείς για ν’ αναβιώσει μπροστά του εκείνη η ιστορία που βασάνισε γενιές και γενιές Ελλήνων. Όχι’ ανθρώπων. Σκέτο. Αυτή η ιστορία δε σχετίζεται μόνο με την Ελλάδα. Ποιος λαός δεν έχει ξενιτεμένους; Ποιος λαός δεν έχει μετανάστες -gastarbeiters τους λέγαμε κάποτε, όταν έφευγαν στη Γερμανία- που η Αμερική, αυτό το χωνευτήρι των λαών, δεν έχει καταπιεί; Υπό όλες τις έννοιες. Και όχι μόνο στα γεωγραφικά της σύνορα…

Η Νάντια Μουρούζη, συγκλονιστική.

Ο Ζαχαρίας Ρόχας, όπως δεν τον έχετε ξαναδεί.

Κάντε μια βόλτα στον Κεραμεικό και περάστε απ’ το “Άλεκτον”, κάποια Δευτέρα.

Μην περιμένετε λαγούς και πετραχείλια, άρτο και θεάματα.

Ο άρτος έχει φαγωθεί ολόκληρος (ή κρύφτηκε σ’ ένα ντουλάπι γι’ αργότερα – για τις μέρες που θα ‘ρθουν).

Το θέαμα έχει καταποθεί απ’ τον αγώνα. Και ξαναγεννιέται μεγαλύτερο. Πιο ανθρώπινο.

Η μετανάστευση κι ο έρωτας δεν είναι για μεγαλεία.

Είναι γι’ αυτούς που έμαθαν να πονάνε.

Και να ζουν. Μέχρι την τελευταία στιγμή.

——

Κοινωνικό της Σώτης Τριανταφύλλου
Σκηνοθ.: Α. Σωτρίνη. Ερμηνεύουν: Ν. Μουρούζη, Ζ. Ρόχας. Σκην.-κοστ.: Α. Μαχαιριανάκη. Διάρκεια 60′

Ιστορικό, πολιτικό και διαχρονικό κείμενο, το οποίο πραγματεύεται το θέμα της μετανάστευσης των Ελλήνων στις αρχές του 20ού αιώνα

ΑΛΕΚΤΟΝ
Σφακτηρίας 23, Κεραμεικός, 2103422001
Βραδ: Δευτ. 9.30 μ.μ. €15, φοιτ.: € 10. Κρατήσεις: 697 2614148. Διάρκεια: 60′. Μέχρι 26/1.

περί βιβλίων, λιστών και άλλων δεινών [part 2]

Σ’ ένα ποστ σ’ αυτό εδώ το blog πριν από 13 μήνες (22 Σεπτεμβρίου 2007) είχα αναφερθεί σ’ ένα θέμα “περί βιβλίων, λιστών και άλλων δεινών”. Έλεγα μεταξύ άλλων:

“Περιφερόμενος στο διαδίκτυο και αναζητώντας την παγκόσμια κίνηση του βιβλίου, έπεσε το μάτι μου σε ένα άρθρο των New York Times Book Review σχετικά με τα ευπώλητα, τις λίστες και πώς δημιουργούνται αυτές. Το κεντρικό θέμα του άρθρου είχε να κάνει με μια πρωτοβουλία της εφημερίδας να καταρτίσει μία λίστα με βιβλία, έξω από τους γίγαντες των best sellers. Αυτή η λίστα, σκέφτηκαν, ότι θα περιλαμβάνει είτε βιβλία που δεν πούλησαν εξαιρετικά αλλά είναι αξιολογότατα, είτε εκδόσεις μικρών οίκων.

(Να ξεκαθαρίσω εξ αρχής βεβαίως ότι δεν πιστεύω σε καμμία περίπτωση ότι όσα βιβλία πουλούν πολλά αντίτυπα δεν είναι άξια λόγου και ανάγνωσης ή δεν αποτελούν συγκλονιστικά λογοτεχνικά αποτελέσματα. Κάποιες φορές η ποιότητα συμβαδίζει με την ποσότητα και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευτυχές.)

[Διευκρίνηση: η διάκριση μεταξύ μυθιστορήματος και λογοτεχνικού μυθιστορήματος έχει, για παράδειγμα, να κάνει με τη διαφορά μεταξύ ενός βιβλίου της Εύας Ομηρόλη (ή της Λένας Μαντά) και της Μαρίας Μήτσορα (ή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου). Ακόμη ένα παράδειγμα: Σκεφτείτε τη διαφορά μεταξύ ενός μυθιστορήματος του Γιώργου Πολυράκη και ενός του Χρήστου Χωμενίδη (ή του Νίκου Παναγιωτόπουλου)]

Για να επανέλθω στις λίστες. Ο διαχωρισμός αυτός ή η σχετική αναφορά σε “διαφορετικά”, “πρωτοποριακά”, “προχωρημένα”, “εναλλακτικά” ή εν γένει εξαιρετικότατα μυθιστορήματα, βοηθά στην ανακάλυψη βιβλίων που, για κάποιους προφανείς ή όχι λόγους, παραμένουν σε μια κάποια αφάνεια. Έτσι, αφενός οι νέες αυτές λίστες παίρνονται από βιβλιοπωλεία που δεν είναι αλυσίδες αλλά από αυτά που έχουν άλλη φιλοσοφία ή ζητούν από τις αλυσίδες τις πωλήσεις χαμηλότερης κλίμακας, αφετέρου προωθούν έναν κύκλο βιβλίων που οι νόμοι του marketing έχουν καταπιεί και ήδη χωνέψει…

Οι μεγάλες αλυσίδες, ασφαλώς όχι όλες αδιακρίτως, διαμορφωμένες πλήρως μέσα στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς, λογικά διαφημίζουν και πουλούν μυθιστορήματα που εξ αρχής είναι προορισμένα για best sellers για λόγους μάλλον αυτονόητους. Είμαι σίγουρος πως άλλη είναι η λίστα των ευπώλητων του Fnac, άλλη της Πρωτοπορίας, άλλη του Λεμονιού (Θησείο) ή του Ναυτίλου (Χαρ. Τρικούπη).”

* * *

Μετά από όλους αυτούς τους μήνες, έρχεται το θέμα στην επιφάνεια με ένα άρθρο του κριτικού και δοκιμιογράφου κ. Νίκου Μπακουνάκη στο “Βήμα της Κυριακής” (ένθετο “Βιβλία”) – με του οποίου χαρακτηρισμούς και αναφορές διαφωνώ σε σημεία. Σταχυολογώ:

Οι λίστες ευπωλήτων τού «New York Times Book Review» έχουν διαφοροποιηθεί τον τελευταίο καιρό, προφανώς για να μην μπαίνουν στον ίδιο «στάβλο» οι αμνοί και τα ερίφια. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο νέες κατηγορίες, η «Trade Fiction» και η «Mass Market Fiction», που σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσαν να αποδοθούν ως «εμπορική μυθοπλασία» και «μαζική μυθοπλασία». Το κριτήριο που επικρατεί για αυτή τη νέα κατάταξη έρχεται από την αγορά. Δεν έχει όμως σχέση τόσο με τις πωλήσεις όσο με την κατασκευή, δηλαδή μια μυθοπλασία που φτιάχνεται ακολουθώντας κανόνες οι οποίοι υπακούουν σε ένα εκδοτικό μάρκετινγκ. Για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της μόδας που μας έρχεται από το χρεοκοπημένο εν τέλει νεοφιλελεύθερο (δηλαδή νεοσυντηρητικό) λεξιλόγιο, έχουμε μια αυτορρύθμιση, η οποία δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά από τη χώρα του εκδοτικού μάρκετινγκ και της εκδοτικής βιομηχανίας.

Στην Ελλάδα κάτω από τις λίστες ευπωλήτων, που τα «Βιβλία» του «Βήματος» καθιέρωσαν, κατατάσσουμε πλέον δικαίους και αδίκους, υψηλή λογοτεχνία και ερωτικά μαντζούνια. Καθώς όμως η «μυθοπλασία κομμωτηρίου», όπως θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε στα καθ’ ημάς τον όρο «mass market fiction», μεγαλώνει και ανδρώνεται (καλύτερα: γυναικώνεται) είναι καιρός να σκεφτούμε τη διαφοροποίηση.

[…]

Τα μίντια είναι σήμερα ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει το εκδοτικό μάρκετινγκ. Το βιβλίο για να παρουσιαστεί πρέπει να έχει να μας πει μια ιστορία. Μια ιστορία που να είναι όμως έξω από το βιβλίο ή παρά-το-βιβλίο. Αν είναι γραμμένο από μια 29χρονη ταμία σε σουπερμάρκετ μπορεί να έχει μεγαλύτερη τύχη για να προβληθεί σε σχέση με ένα άλλο που είναι γραμμένο από έναν «κανονικό» συγγραφέα. Το περιεχόμενο του βιβλίου, η ποιότητά του δεν μετρούν. Εκείνο που μετράει είναι η δυνατότητα για ένα καλό μιντιακό πακετάρισμα.

[…]

Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχουμε αυτούς τους μιντιακούς συγγραφείς έτσι όπως τους περιγράφει ο Λακλαβτίν. Τηρουμένων των αναλογιών έχουμε όμως και εμείς τους μαϊντανούς μας, αυτούς δηλαδή που δημιουργούν με την παρουσία τους την ψευδαίσθηση της αντιπροσωπευτικότητας στα τηλεοπτικά πάνελ όπου οι μόνιμοι πανελίστες μοιάζουν σαν ενεργούμενα ενός αυτιστικού θιάσου”.

* * *

Χαίρομαι ιδιαιτέρως που αναφύεται το θέμα αυτό και σε ένα έντυπο όπως είναι τα “Βιβλία” του “Βήματος” με τα οποία μεγάλωσαν γενιές βιβλιόφιλων, και από έναν “αυστηρό” κριτικό λογοτεχνίας, όπως είναι ο κ. Νίκος Μπακουνάκης.

Χαίρομαι και για έναν ακόμη λόγο: Γιατί παρ’ όλες περί του αντιθέτου κρίσεις κι επικρίσεις, στα blogs, γενικά στο διαδικτυακό λόγο στην Ελλάδα του φτωχού εν πολλοίς διαδικτύου, τ’ ανακλαστικά είναι γρήγορα και, πολλές φορές, right-to-the-point.

Αλλά ας μη μείνουμε μόνο σ’ αυτό. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι εμφανίζονται στο προσκήνιο λογοτεχνικά ζητήματα που θα μας απασχολήσουν εν καιρώ.

Και το θέμα των λιστών είναι πάντοτε εδώ.
Και ίσως το ζήτημα της αναδιοργάνωσης ή κατάργησής τους!
Ένα ζήτημα σίγουρα πιο βαθύ.
Οι λίστες είναι το πρώτο επίπεδο…

The Ninth Symphony of Beethoven Understood at Last as a Sexual Message – Adrienne Rich

Ένας άντρας χωμένος μες στη φρίκη τής ανημπόριας
ή της αντιπαραγωγικότητας, χωρίς να γνωρίζει τη διαφορά
ένας άντρας που προσπαθεί να πει κάτι
ουρλιάζοντας απ’ την κλιμακτηριακή
μουσική τής πέρα για πέρα
απομονωμένης ψυχής
στριγκλίζοντας στη Χαρά απ’ τη βαθιά τρύπα τού εγώ
μουσική χωρίς το φάντασμα
άλλου ανθρώπου μέσα της, μουσική
που παλεύει να πει κάτι που ο άντρας
δε θέλει να ξεστομίσει, που θα παρέμενε αν ήταν στο χέρι του
φιμωμένος και φυλακισμένος και μαστιγωμένος απ’ τις χορδές της Χαράς
όπου τα πάντα είναι σιωπή και το
χτύπημα μιας ματωμένης γροθιάς πάνω
σ’ ένα κομματιασμένο τραπέζι

Μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης

απόληξις

Κι ένα κεφάλι στην πλάτη μου επάνω κλαίει.
Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν πεινά ή αν διψά.
Δεν μπορώ να το ταΐσω ούτε να το ποτίσω.
Κρίμα κι αμαρτία, αλλά ποιος λογαριάζει τις αμαρτίες σε καιρό παραδεισένιο;
Παραδεισένιος ο καιρός κι οι αμαρτίες χρεώνονται μισές, αφού κανείς δεν κάνει λάθη.
Κατάρα κι άλλη στον παράδεισο.
Να ξέρεις.
Κατά λάθος οι αμαρτίες πια.
Ας ξεχάσουμε για μια στιγμή τους μέλλοντες κατοίκους ενός παραδείσου που φθίνει γιατί τελειώνουν οι αμαρτίες κι άντε να χωρέσουν οι αναμάρτητοι.

Και το κεφάλι συνέχεια κλαίει. Ποιος το φόβισε το κακομοιριασμένο; Ποια φωνή τού φώναξε στ’ αυτάκι του κι αυτό θα κλαίει αιώνια; Κανείς και καμιά. Κανένας και καμία. Φωνάζει τ’ άμοιρο κι εγώ το κουβαλώ μαζί μου και το πάω και το φέρνω και σου το δείχνω πού και πού.

Δες το.

Δεν είναι πανέμορφο; Δεν είναι αληθινό, που δε με πίστευες; Κλαίει και φωνάζει πίσω μου, πάνω μου, κι εγώ -απάνθρωπος γαρ- το αγνοώ. Δεν κλείνω τ’ αυτιά μου ούτε τραγουδώ δυνατότερα απ’ αυτό.

Όχι.

Το αγνοώ σα να μην υπάρχει κι ο κόσμος μού χρεώνει αμαρτίες. Άλλαξε ο κόσμος και ξεχάστηκα και δε σ’ το ‘πα. Ομορφαίνει, όπως ομορφαίνεις κι εσύ τώρα που αμαρτάνεις. Η αμαρτία σε κάνει πιο όμορφη και σε ομορφαίνει η ατίμωση. Το ξέρεις ή, τουλάχιστον, θα το ‘μαθες μέχρι τα τώρα. Και το κεφάλι κλαίει ακόμα στην πλάτη μου. Με όμορφες λέξεις να πετάγονται.

Σαν αυτές που σκέφτεται ο μαραθωνοδρόμος όταν τον χαιρετά η μάνα του.

* * *

Τ’ άκουσες τα νέα; Δε φτάνουμε ακόμα στο τέρμα. Τόσα χιλιόμετρα δεν τρώγονται ποτέ και δεν αντέχονται ακόμα. Κι άσε το κεφάλι να κλαίει. Έτσι γεννήθηκε αυτό και, μόλις μεγαλώσει, θα το βάλω να κάθεται δίπλα μου και θα του κρύβω τον κόσμο.

———————

Η φωτογραφία από εδώ

«Απ’ τον τάφο γράφε μου, Άννα!»

«Απ’ τον τάφο γράφε μου, Άννα!»

Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, που έσφυζε ζωή, και Εκείνη ήταν καλοδιάθετη. Συνάντησε την ψυχοθεραπεύτριά της Μπάρμπαρα Σουάρτζ έπειτα από εννέα μήνες, και της έδωσε να διαβάσει ένα ποίημα με τον τίτλο «Η αυτοβιογραφία ενός σχιζοφρενούς κοριτσιού», όπου εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της για όσα η γιατρός της είχε προσφέρει μετά το διαζύγιο που πήρε από τον Κάγιο. Μετά συνάντησε την καλύτερή της φίλη Μαξίν Κούμιν για φαγητό, με την οποία ολοκλήρωσαν τη διόρθωση της τελευταίας της εν ζωή συλλογής με τον τίτλο Το Τρομερό Κωπηλάτισμα προς τον Θεό και αποχαιρετίστηκαν κανονικά. Έπειτα επέστρεψε στο σπίτι, έκανε ένα τηλεφώνημα για ν’ αλλάξει την ώρα του βραδινού της ραντεβού, φόρεσε το γούνινο παλτό της μαμάς της και κατευθύνθηκε προς το γκαράζ με ένα ακόμη ποτήρι βότκα. Τα τσιγάρα της τα είχε κρύψει ήδη στο γραφείο της Σουάρτζ, σημάδι ανησυχητικό για μια μανιώδη καπνίστρια. Κάθισε λοιπόν στην κόκκινή της Cougar, άναψε το βεντζινοκινητήρα, άνοιξε το ραδιόφωνο, και αφέθηκε τρυφερά στον άλλο κόσμο.

Δεν άφησε σημείωμα, δεν υπήρξε προειδοποίηση, καθότι ο θάνατός της, ανένδοτος σαν την αγάπη, ήταν στην ουσία ένα είδος επιστροφής στη ζωή, στην αγκαλιά της ζεστής μήτρας που τη γέννησε και την οποία είχε τιμήσει γενναία τόσο στην ποίησή της όσο και στη ζωή.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα της 4ης Οκτωβρίου 1974 όταν η Ανν Σέξτον κωπηλάτησε προς τον Θεό που ατένιζε ως μια, αστεία κάπως, Γυναίκα Θεά. Σε αντίθεση με όσους ποιητές έφυγαν νωρίς, η ίδια πέτυχε κάτι το αξιομνημόνευτο: Υπέφερε αργά και γι’ αυτό αγέρωχα το σκήνωμα του θανάτου της ζώντας βυθισμένη στις ψυχωμένες της λέξεις. Γιατί είχε το χάρισμα να πιστεύει σε αυτές ή, με άλλα λόγια, ήταν η ίδια η φρεναπάτη των λέξεων να γράφουν τον εαυτό τους.

Τα Άπαντα Ποιήματά της έφτασαν στα χέρια μας κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες και η μετάφραση πολλών ποιημάτων της εξακολουθεί να αποτελεί για μας μια συγκλονιστική εμπειρία, από εκείνες που αγαπάς και μισείς παράλληλα, καθότι σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον πιο αδίστακτο Κριτή, τον σκοτεινό καθρέφτη του εαυτού σου. Η μετάφραση ενός ποιήματος της Ανν Σέξτον από δύο ανθρώπους περιλαμβάνει ενίοτε διαφωνίες μα και αλληλοσυμπληρώσεις, συζητήσεις και προβληματισμούς που τους καθιστούν καλύτερους αναγνώστες της ποίησης.

Βρήκαμε στο αντίτυπο με τη χρονολογία έκδοσης 1982 ένα υπογραμμισμένο με μολύβι στίχο, από το πρώτο ποίημα που μεταφράσαμε παρακάτω, της τελευταίας συλλογής που επιμελήθηκε και εξέδωσε η κόρης τής Ανν Σέξτον Λίντα Σέξτον, με τον τίτλο Τελευταία Ποιήματα.

Πρόκειται για τον εξής στίχο, που αφιερώνουμε σε σας:

Love? Be it man. Be it woman.

* * *

Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό

Φυλάξου απ’ την εξουσία,

η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,

χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.

Φυλάξου απ’ το μίσος,

μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει

να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.

Φυλάξου απ’ τους φίλους,

γιατί σαν τους προδώσεις,

όπως και θα κάνεις,

θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα

και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.

Φυλάξου απ’ το πνεύμα,

γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα

και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,

εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου

καταρρέει απ’ το στόμα σου.

Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,

το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,

καθώς θα σε δώσουν

και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι

που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.

Φυλάξου απ’ την αγάπη

(εκτός κι αν είναι αληθινή,

και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),

θα σε τυλίξει σαν μούμια,

και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί

και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.

Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.

Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,

στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,

δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,

τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι

σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις

στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.

Άνθρωπε ξεχωριστέ,

αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα

στις νουθεσίες μου,

μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις

και κομματάκι δικές μου.

Μια σύμπραξη.

Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,

αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο

με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις

ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί.

Αφέσου. Αφέσου.

Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,

φύλλα εν δυνάμει,

αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,

μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει

ως ένδειξη τιμής,

για σένα,

όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί

και θα αεροπορείς ανάλαφρα

σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.

24 Μαρτίου 1974

(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)

* * *

Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο

Αγαπημένε μου Φόξυ,

Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,

το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,

γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,

το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,

και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,

και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,

και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα

όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.

Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι

κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,

αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,

και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.

Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,

κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω

στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,

κι ίσως να κρατήσουν έτσι.

Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.

Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.

Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται

χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.

Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-

βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα

φιλιέται μες σε μια πέτρα.

Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,

τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο

και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,

για σένα αυτό δεν φτάνει;

Αυτό όπου ονοματίζεις

τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;

Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού

θα ‘λεγα όλη την ιστορία –

όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια

αλλά την ιστορία για τον αφαλό,

την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,

την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –

και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.

Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,

ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,

και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,

το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά

και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,

σημαίνει μια μοναχική πράξη,

την αποτέφρωση μιας αγάπης,

αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε

ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,

οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού

αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,

το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο

την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,

ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit[i].

27 Σεπτεμβρίου 1974

(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)

Απ’ τον τάφο γράφε μου, Άννα!

Δεν είσαι τίποτα άλλο από στάχτη, όμως, όπως και να ‘χει

πάρε τον Parker που σου χάρισα.

Γράφε μου.

Γράφε[ii].

* * *

Δημήτρης Αθηνάκης & Ευτυχία Παναγιώτου


[i] Τεράστια και υπερ-αποδοτική εταιρεία των ΗΠΑ που ιδρύθηκε το 1945 και εμπορευόταν τροπικά φρούτα που εισήγαγε ή καλλιεργούσε στον Τρίτο Κόσμο. Η United Fruit, Inc. Λέγεται ότι συνέβαλε στην οικονομική άνθιση της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο, κατηγορήθηκε για κακό εργασιακό περιβάλλον, για εκμετάλλευση των εργατών, για κυβερνητικές βοήθειες και παράνομες φοροαπαλλαγές με ανταλλάγματα κ.λπ. Εδώ, η Σέξτον φαίνεται να θέλει να εντάξει στο όλο ποίημα και αυτή τη φθορά και διαφθορά. Η μαγεία των ερωτικών ποιημάτων να υπερβαίνουν το προφανές. (Σ.τ.Μ.)

[ii] «Anna Who Was Mad» («Άννα – που ήταν τρελή»), Book Of Folly, 1972.

Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές της Λουκίας Ρικάκη… [άντε πάλι τα ίδια]

Ξανά και ξανά τα ίδια.

Ξανά και ξανά…

Οι γνωστοί-άγνωστοι του ίντερνετ (της ίδια της ζωής τελικά) ξαναχτυπούν με flags και με ταμπούρλα προς την Google, ειδοποιώντας τη πως το blog της σκηνοθέτιδος Λουκίας Ρικάκη είναι άσεμνο και απρεπές.

Εννοείται. Εννοείται.

Όχι μόνο είναι άσεμνο και απρεπές, αλλά προσπαθεί και να δημιουργήσει, άκουσον άκουσον, μια ταινία με τη συμμετοχή του κοινού στη συγγραφή του σεναρίου!

Οποία δημοκρατικότης!

Δε φταίνε ποτέ, δυστυχώς, αυτοί οι τρομοκράτες των πλήκτρων και τα συμπαρομαρτούντα τους, φταίμε κι εμείς, οι politically correct, που δίνουμε βήμα σε τέτοιες φωνές, που φωνάζουν για να βγάλουμε το σκασμό διά παντός όλοι οι υπόλοιποι.

Αυτό πρέπει να σταματήσει. Πώς ή πότε, κανείς δεν ξέρει ακόμα. Είμαστε ακόμα σε στάδιο νηπιακό όσον αφορά τη χρήση της “δημοκρατίας”. Καλά να πάθουμε.

Βέβαια, ο πόλεμος, ακόμη και στο διαδίκτυο, δεν πολεμάται με διαδικτυακές φανφάρες σαν και του λόγου μου. Όχι! Αν ακολουθήσουμε το καλώδιο που μας συνδέει με το ηλεκτρονικό σύμπαν, θα φτάσουμε στην πρίζα. Αν ακολουθήσουμε την πρίζα, θα φτάσουμε στην πηγή του ρεύματος. Ακόμη παραπέρα, στη συνειδητοποίηση ότι “ο πολιτισμός μας τελειώνει όταν πέσει ο γενικός διακόπτης” (από σύνθημα σε τοίχο των Εξαρχείων). Θα φτάσουμε σ’ εμάς τους ίδιους. Καθρέφτες παντού, λοιπόν…

Στο χέρι μας είναι αν θ’ ακολουθήσουμε τα “καλώδια” που μας ενώνουν όλους και όλες μας ή αν, τελικά, θα τ’ αφήσουμε να μας τυλίξουν μέχρι πνιγμού. Στην ίδια κουταλιά νερό με την οποία προσπαθούμε να ποτίσουμε της ζωές μας.

Εδώ είμαστε, όσο και όπως μπορούμε.

Μην τα ξαναλέμε.

***

[Ας κρατάμε και μικρό καλάθι. Μπορεί οι “flaggers” να μην είναι μόνον της “αγίας του Κυρίου δεξιάς”, όπως συχνά αναφέρεται. Μπορεί και να ‘ναι εκείνης της συνομοταξίας που θέλει να τρέφεται από κουτσομπολιά, δολιοφθορές και καταστάσεις που απλώς δυσκολεύουν το έργο των άλλων. Ας μην κρυβόμαστε. Υπάρχουν κι αυτοί (δήθεν αριστεροί, δήθεν δεξιοί, δήθεν νεοφιλελεύθεροι, δήθεν “κεντρώοι”, δήθεν δήθεν) που ζουν από τη φθορά των συναδέλφων τους. Και κυκλοφορούν ως άλλοι της -όποιας- τέχνης ηγεμόνες…]

***

Προειδοποίηση προς τους γνωστούς-αγνώστους του ποστ τής Έρσης Σωτηροπούλου:

Αυτή τη φορά θα διαγράφεστε αμέσως. H Politically Correctness μάς τελείωσε. Δώσαμε-δώσαμε!