
«Απ’ τον τάφο γράφε μου, Άννα!»
Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, που έσφυζε ζωή, και Εκείνη ήταν καλοδιάθετη. Συνάντησε την ψυχοθεραπεύτριά της Μπάρμπαρα Σουάρτζ έπειτα από εννέα μήνες, και της έδωσε να διαβάσει ένα ποίημα με τον τίτλο «Η αυτοβιογραφία ενός σχιζοφρενούς κοριτσιού», όπου εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της για όσα η γιατρός της είχε προσφέρει μετά το διαζύγιο που πήρε από τον Κάγιο. Μετά συνάντησε την καλύτερή της φίλη Μαξίν Κούμιν για φαγητό, με την οποία ολοκλήρωσαν τη διόρθωση της τελευταίας της εν ζωή συλλογής με τον τίτλο Το Τρομερό Κωπηλάτισμα προς τον Θεό και αποχαιρετίστηκαν κανονικά. Έπειτα επέστρεψε στο σπίτι, έκανε ένα τηλεφώνημα για ν’ αλλάξει την ώρα του βραδινού της ραντεβού, φόρεσε το γούνινο παλτό της μαμάς της και κατευθύνθηκε προς το γκαράζ με ένα ακόμη ποτήρι βότκα. Τα τσιγάρα της τα είχε κρύψει ήδη στο γραφείο της Σουάρτζ, σημάδι ανησυχητικό για μια μανιώδη καπνίστρια. Κάθισε λοιπόν στην κόκκινή της Cougar, άναψε το βεντζινοκινητήρα, άνοιξε το ραδιόφωνο, και αφέθηκε τρυφερά στον άλλο κόσμο.
Δεν άφησε σημείωμα, δεν υπήρξε προειδοποίηση, καθότι ο θάνατός της, ανένδοτος σαν την αγάπη, ήταν στην ουσία ένα είδος επιστροφής στη ζωή, στην αγκαλιά της ζεστής μήτρας που τη γέννησε και την οποία είχε τιμήσει γενναία τόσο στην ποίησή της όσο και στη ζωή.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα της 4ης Οκτωβρίου 1974 όταν η Ανν Σέξτον κωπηλάτησε προς τον Θεό που ατένιζε ως μια, αστεία κάπως, Γυναίκα Θεά. Σε αντίθεση με όσους ποιητές έφυγαν νωρίς, η ίδια πέτυχε κάτι το αξιομνημόνευτο: Υπέφερε αργά και γι’ αυτό αγέρωχα το σκήνωμα του θανάτου της ζώντας βυθισμένη στις ψυχωμένες της λέξεις. Γιατί είχε το χάρισμα να πιστεύει σε αυτές ή, με άλλα λόγια, ήταν η ίδια η φρεναπάτη των λέξεων να γράφουν τον εαυτό τους.
Τα Άπαντα Ποιήματά της έφτασαν στα χέρια μας κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες και η μετάφραση πολλών ποιημάτων της εξακολουθεί να αποτελεί για μας μια συγκλονιστική εμπειρία, από εκείνες που αγαπάς και μισείς παράλληλα, καθότι σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον πιο αδίστακτο Κριτή, τον σκοτεινό καθρέφτη του εαυτού σου. Η μετάφραση ενός ποιήματος της Ανν Σέξτον από δύο ανθρώπους περιλαμβάνει ενίοτε διαφωνίες μα και αλληλοσυμπληρώσεις, συζητήσεις και προβληματισμούς που τους καθιστούν καλύτερους αναγνώστες της ποίησης.
Βρήκαμε στο αντίτυπο με τη χρονολογία έκδοσης 1982 ένα υπογραμμισμένο με μολύβι στίχο, από το πρώτο ποίημα που μεταφράσαμε παρακάτω, της τελευταίας συλλογής που επιμελήθηκε και εξέδωσε η κόρης τής Ανν Σέξτον Λίντα Σέξτον, με τον τίτλο Τελευταία Ποιήματα.
Πρόκειται για τον εξής στίχο, που αφιερώνουμε σε σας:
Love? Be it man. Be it woman.
* * *
Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό
Φυλάξου απ’ την εξουσία,
η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,
χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.
–
Φυλάξου απ’ το μίσος,
μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει
να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.
–
Φυλάξου απ’ τους φίλους,
γιατί σαν τους προδώσεις,
όπως και θα κάνεις,
θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα
και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.
–
Φυλάξου απ’ το πνεύμα,
γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα
και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,
εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου
καταρρέει απ’ το στόμα σου.
–
Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,
το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,
καθώς θα σε δώσουν
και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι
που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.
–
Φυλάξου απ’ την αγάπη
(εκτός κι αν είναι αληθινή,
και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),
θα σε τυλίξει σαν μούμια,
και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί
και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.
–
Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.
Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,
στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,
δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,
τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι
σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις
στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.
–
Άνθρωπε ξεχωριστέ,
αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα
στις νουθεσίες μου,
μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις
και κομματάκι δικές μου.
Μια σύμπραξη.
Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,
αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο
με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις
ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί.
–
Αφέσου. Αφέσου.
Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,
φύλλα εν δυνάμει,
αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,
μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει
ως ένδειξη τιμής,
για σένα,
όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί
και θα αεροπορείς ανάλαφρα
σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.
24 Μαρτίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)
* * *
Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο
Αγαπημένε μου Φόξυ,
Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,
το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,
γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,
το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,
και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,
και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,
και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα
όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.
Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι
κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,
αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,
και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.
–
Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,
κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω
στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,
κι ίσως να κρατήσουν έτσι.
Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.
Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.
Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται
χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.
Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-
βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα
φιλιέται μες σε μια πέτρα.
–
Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,
τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο
και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,
για σένα αυτό δεν φτάνει;
Αυτό όπου ονοματίζεις
τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;
Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού
θα ‘λεγα όλη την ιστορία –
όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια
αλλά την ιστορία για τον αφαλό,
την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,
την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –
και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.
–
Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,
ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,
και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,
το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά
και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,
σημαίνει μια μοναχική πράξη,
την αποτέφρωση μιας αγάπης,
αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε
ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,
οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού
αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,
το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο
την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,
ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit[i].
27 Σεπτεμβρίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)

Απ’ τον τάφο γράφε μου, Άννα!
Δεν είσαι τίποτα άλλο από στάχτη, όμως, όπως και να ‘χει
πάρε τον Parker που σου χάρισα.
Γράφε μου.
* * *
Δημήτρης Αθηνάκης & Ευτυχία Παναγιώτου
–
[i] Τεράστια και υπερ-αποδοτική εταιρεία των ΗΠΑ που ιδρύθηκε το 1945 και εμπορευόταν τροπικά φρούτα που εισήγαγε ή καλλιεργούσε στον Τρίτο Κόσμο. Η United Fruit, Inc. Λέγεται ότι συνέβαλε στην οικονομική άνθιση της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο, κατηγορήθηκε για κακό εργασιακό περιβάλλον, για εκμετάλλευση των εργατών, για κυβερνητικές βοήθειες και παράνομες φοροαπαλλαγές με ανταλλάγματα κ.λπ. Εδώ, η Σέξτον φαίνεται να θέλει να εντάξει στο όλο ποίημα και αυτή τη φθορά και διαφθορά. Η μαγεία των ερωτικών ποιημάτων να υπερβαίνουν το προφανές. (Σ.τ.Μ.)
[ii] «Anna Who Was Mad» («Άννα – που ήταν τρελή»), Book Of Folly, 1972.