Γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε ποτέ ορίζοντας ανοιχτός μπροστά μας, στην πραγματικότητα. Γιατί πάντοτε τα σχέδια τέλειωναν προτού καν περάσει μια βδομάδα ― και δεν το καταλαβαίναμε. Γιατί, τελικά, κάθε γενιά μοιάζει ―δεν ξέρω αν είναι― αδύναμη, μα όχι ανίκανη, να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Γιατί ―είναι πια γνωστό και σαφές― θέλαμε να γίνουμε αυτό που δεν ήμαστε ποτέ· πιθανόν, ούτε αυτό που νομίζαμε ότι ήμαστε. Γιατί, φυσικά, αυτό που θέλαμε να γίνουμε δεν υπήρχε· τουλάχιστον, όπως το ’χαμε φανταστεί. Αυτό, μεταξύ άλλων, το ’χουνε ονομάσει καπιταλιστικό φαντασιακό. Μάλιστα…
Ήταν ωραία ―όχι;― που αποτελούσαμε την τελευταία ―ή σχεδόν την τελευταία― γενιά που, για παράδειγμα, σπουδάζαμε, μέσες-άκρες, με λεφτά άνωθεν ― είτε από γονείς είτε από δουλειά που, ας πούμε, εύκολα βρίσκαμε. Ήταν ωραία που είχαμε, λίγο-πολύ, την άνεση ν’ αποφασίσουμε το επόμενο βήμα με τις θυσίες άλλων. Μήπως αυτό δεν έκανε ολόκληρο το κράτος; Το κράτος και η λειτουργία του, αυτή που εμείς ζήσαμε, οι σημερινοί τριαντάρηδες, ήταν καθρέφτης της λειτουργίας της δικής μας. Ένα κράτος που αποφάσιζε χωρίς να ρωτήσει το κόστος που άλλοι θα πλήρωναν, απ’ τη μια· και μια γενιά που είχε το δικαίωμα ―από πού το ’χε αρπάξει, άραγε;― ν’ αποφασίζει απλώς ζητώντας. Και έπαιρνε. Φυσικά και έπαιρνε. Με κάθε κόστος.
Τώρα, όμως, αυτή η γενιά, η δική μου η γενιά, σταμάτησε να παίρνει. Πρέπει ν’ αρχίσει να δίνει. Τι να δώσει όμως, και σε ποιον; Πώς να βρει τη δύναμη να δώσει; Πού κρύφτηκε η διάθεση; Τι έγινε, ρε παιδιά; Ποιος έκλεισε τα φώτα; Το ταμείον, μέσα κι έξω μας, είναι μείον· μείον είναι σχεδόν τα πάντα. Όπως ακριβώς και στο κράτος. Δεν υπάρχουν γονείς που δίνουν, άρα, συνειρμικά και αναλογικά, δεν υπάρχει ταμείο να δώσει. Ή, μάλλον, ταμείο υπάρχει· τα λεφτά όμως είναι στον φούρνο και ψήνονται, μπας και γίνουν πίτα κριτσανιστή, που θα πονέσει μεν τα δόντια, αλλά, την ίδια στιγμή, θα μπορεί να σπάει και κεφάλια.
Κεφάλια όμως δεν πρέπει να σπάσουν. Θα πρέπει να σπάσουν αυτά που έχουν μέσα τα κεφάλια. Δεν έχω πια από πού να ζητήσω· άρα, πρέπει να στύψω το κεφάλι μου. Δεν έχει το κράτος από πού να πάρει (στέρεψαν οι πηγές, στέρεψε κι ο κόσμος)· άρα, πρέπει να στύψει τον μηχανισμό του για να βρει. Κι όχι να βρει το κράτος για να κάθομαι εγώ, εμείς. Όχι. Πρέπει να βρει πηγές για να μπορέσω, να μπορέσουμε να δείξουμε ότι υπάρχει εδώ η διάθεση, η θέληση γι’ ανανεώσιμες πηγές θέλησης και προσφοράς, γι’ ανανεώσιμες πηγές ορίζοντα.
Εξού, πιθανολογώ, και το εθνικό μας αίσθημα ματαίωσης και ματαιότητας. Εξού, σκέφτομαι, και οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων» ή δεν-ξέρω-‘γώ-ποιων-άλλων. Πηγαινοέρχομαι, προσωπικά, στο Σύνταγμα δίχως να ξέρω γιατί. Όσο ρευστή είναι η καθεμέρα μου, άλλο τόσο ρευστή είναι και η αντιμετώπιση αυτών των πραγμάτων μέσα μου. Όσο κλειστός είναι ο ορίζοντας που νιώθω να με πνίγει, άλλο τόσο κλείνει ο ορίζοντας της ψύχραιμης αποτίμησης των πραγμάτων.
Γιατί χρειάζεται ψυχραιμία. Γιατί είναι ανάγκη να βρεθεί η μίνιμουμ λύση σ’ αυτή την καταραμένη λέξη που λέγεται «καθημερινότητα». Τη σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, αλλά μ’ αυτήν πορεύομαι, μ’ αυτήν πορευόμαστε. Το αύριο εξαντλείται σε ανώφελες σκέψεις λίγο πριν απ’ τον ύπνο. Το σήμερα εξαντλείται την ίδια στιγμή που το συνειδητοποιείς. Μόνο που το σήμερα το ζω, το ζούμε· έστω και ανώφελα. Δεν με νοιάζει τι θα φέρει το αύριο, γιατί, απλούστατα, μου είναι σχεδόν αδύνατον να οργανώσω το σήμερα.
Κι όμως, υπάρχουν λύσεις. Λύσεις, βέβαια, δεν είναι να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή (sic). Λύση δεν είναι, προφανώς, να βάλεις το μνημόνιο εκεί που ξέρεις (σχεδόν sic). Το μνημόνιο είναι εδώ και κάτι πρέπει να το κάνουμε. Να το αποφασίσουμε όλοι μαζί; Αμφιβάλλω ότι μπορούμε να βρούμε λύση αποδεκτή απ’ όλους. Να το συζητήσουμε όλοι μαζί; Αμφιβάλλω και παρααμφιβάλλω. Να καταργηθούν οι ιδεολογίες και να πάμε με θρησκευτική ευλάβεια προς τη σωτηρία του έθνους; Τρομάζω και μόνο που το σκέφτομαι.
Ωραία, τώρα είπα τι πιστεύω πως δεν είναι λύση. Ας προσπαθήσω να πω τι πιστεύω ότι είναι λύση. Λύση είναι μία και μόνη λέξη, νομίζω: ΘΕΛΗΣΗ. Γι’ αυτό και αποφάσισα να συμμετέχω, ως αριστερός, σ’ ένα κόμμα, το οποίο μού έδωσε αυτή τη θέληση. Δεν θα πω άλλο γι’ αυτό όμως. Θα επιμείνω στη θέληση, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Στη θέληση να επανιδρυθεί και να επανεγκατασταθεί αυτός ο ορίζοντας που έλεγα νωρίτερα. Δεν θέλω λύσεις τεχνοκρατικές· δεν θέλω λύσεις δημιουργικής λογιστικής· δεν θέλω λύσεις που θα στηρίζονται μόνο σε αριθμούς, σε δάνεια και κάρτες. Θέλω να επανιδρύσω, μέσα κι έξω μου, αυτή τη θέληση για ορίζοντα.
Ας έρθει, κι ας είναι απ’ τον ιδεολογικό μου εχθρό. Φτάνουμε σε σημείο να λέμε δημόσια, «ας έρθει, κι ας είναι “αποκεί”· ας έρθει όμως». Δεν ξέρω αν είμαστε στο άκρο της απόγνωσης, της βάναυσης απελπισίας. Δεν έχω ιδέα αν πρέπει να φτάσουμε στον πάτο για ν’ αναδυθούμε· καθαροί, πια. Σχεδόν, δεν με νοιάζει. Θέλω, όμως, να μπορούμε να κοιταζόμαστε με τους συνομήλικούς μου, με τους μεγαλύτερους και τους μικρότερους από μένα και να μην αναρωτιόμαστε ποιος έφταιξε, ποιος έχει το μεγαλύτερο βύσμα και ποιος θα βάλει, έστω πρόσκαιρα, το χεράκι του για να μας βοηθήσει ― ξεχνώντας, μετά, τα πάντα. Θέλω να καταργηθεί η αγνωμοσύνη. Κυρίως, έναντι της ίδιας της ζωής.
Δεν μπορώ να πιέσω τον εαυτό μου να βρει τον λόγο που πηγαινοέρχεται στο Σύνταγμα. Ακόμη και τώρα, δεν ξέρω για ποιον λόγο πηγαίνω εκεί· για ποιον λόγο με συγκινεί όλη αυτή η μάζωξη· για ποιον λόγο μού τη σπάει, ώρες ώρες, που μπλέκονται εκεί μέσα φασίστες, αντιφασίστες, δεξιοί, αριστεροί, αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, θρησκευόμενοι και άθεοι. Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι είναι απολιτίκ και τι είναι πολιτικό στην παρούσα φάση. Δεν μου φτάνουν οι θεωρίες μου· δεν με χωράνε, βρε αδερφέ, οι σχετικές μου βεβαιότητες. Ούτε μπορώ να βολευτώ πίσω από μια μούντζα, πίσω από μία απειλή να καεί το σύμπαν. Ούτε, φυσικά, μπορώ να περιχαρακωθώ και να το παίξω αδιάφορος, ότι, δεν βαριέσαι, και τι έγινε, ρε συ, που μαζεύτηκαν στο Σύνταγμα;
Δεν θέλω, στα σίγουρα, να καεί το σύμπαν. Το σύμπαν, η ζωή μας, αν δεν έχει ακόμα καεί, σίγουρα, εδώ και καιρό, τσουρουφλίζεται· ή, έστω, σιγοκαίγεται. Χάνουμε τα μαλλιά μας, και σε λίγο, ως πνιγμένοι, δεν θα ’χουμε από πού να πιαστούμε. Ο αισιόδοξος φιλελευθερισμός έχει πάει, καιρό τώρα, για ύπνο. Οι χαζοχαρούμενοι με τις σωτήριες εδώ-και-τώρα λύσεις μοιάζουν, πλέον, λίγοι και αστείοι· και, μάλλον, είναι.
Φτάσαμε στα τριάντα· είναι πολύ λίγα χρόνια για ν’ αποτιμήσει κανείς τη ζωή του· για να βγάλει συμπεράσματα. Δεν είναι, όμως, όσο να πεις, αρκετά για να μπορείς να καταλάβεις ότι δεν πάει άλλο; Ότι, πώς να το κάνουμε, δεν γίνεται να ζω μέσα σε μια διάχυτη ανασφάλεια; Και, ειλικρινά, δεν με νοιάζουν τα καθημερινά μακαρόνια και οι απανωτές φακές· με νοιάζει που ξέρω ότι δεν θα ’ρθει γρήγορα η μέρα που θα ’χω ένα τραπέζι που, έστω, θα υποδύεται ότι δεν υπάρχει ΔΝΤ στη χώρα και θα το ’χω καταφέρει μόνος μου. Μόνοι μας. Και, ξέρετε, είναι και το φτηνό, ακόμα, αλάτι που τ’ αγοράζεις, αλλά δεν έχεις πού να το βάλεις. Και θα σαπίσει. Κι άντε να υποδύεσαι πάλι πως το ’φαγες, το ’ριξες σ’ ένα φαγητό που ποτέ δεν μαγείρεψες.
Ας είναι…
Για όλ’ αυτά, δεν ξέρω γιατί πηγαινοέρχομαι στο Σύνταγμα. Πιθανόν, γιατί μπορώ να διαμαρτύρομαι χωρίς να σηκώνω την αδύναμη γροθιά μου, αλλά μπορώ, ταυτόχρονα, εκεί, να μιλάω για όσα με καίνε, ακόμη κι αν δεν μπορώ να λύσω κανένα εθνικό, προσωπικό ή άλλο πρόβλημα. Γι’ αυτό.
Μάλλον.
Ο Δ.Α. είναι μέλος της Κ.Ε. και της Επιτροπής Νέων της Δημοκρατικής Αριστεράς