[ Σε σένα, Θ.Γ. ]
Μια μέρα, κι εγώ έτσι θα φύγω ― είπε.
Για να χωθεί σε κείνο το παλτό·
δεν του έκανε, του ήταν στενό,
δεν χωρούσε όλες τις εκδρομές της ζωής του.
Θα φύγει, είπε· κι έφυγε.
Χώρεσε τσιγάρα και καλώδια, πολλά καλώδια,
σε μια τσάντα· μα πού θα πας μεσημεριάτικα;
Το ερωτηματικό έμεινε να αιωρείται,
θαρρείς και τα σημεία στίξης είχαν μετατραπεί
σε πνιγμένα μωρά στη μέση της Αδριατικής.
Κι έφυγε ― δεν του το συγχώρησες.
Όχι ― του το συγχώρησες.
Αυτό το παλτό ήταν το δικό σου και θέλησες,
όπως ήταν βεβαίως φυσικό,
να μείνουν τα καλώδια, πολλά καλώδια, στα χέρια σου,
όταν τα βάζεις στις τσέπες ― εδώ,
για να ζεσταθεί αυτός ― εκεί.
Για να μην πνιγεί σαν εκείνα τα μωρά.
Κι έφυγες κι εσύ.
Τώρα, σας χωρίζει μία Αδριατική
κι ένα ποτάμι σχοινιά.
Πάν’ και τα καλώδια,
πάει και το παλτό.
30. Ι. 2012
Ν. Σμύρνη