Category Archives: σύλληψη
Αερολογίες ή Πραγματεία για έναν πόνο που ποτέ δεν έγινε άνθρωπος
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.
Pablo Neruda
Ο αφανισμός της ανάσας ήταν πάντοτε το ένα και μοναδικό πρόβλημα όλων αυτών των όντων που ήθελαν να αναπαραχθούν· είτε ως σάρκα είτε ως πνεύμα είτε ως μιαν ένωση που προειδοποιεί για τον θάνατο, που τον προετοιμάζει. Ο αέρας είναι, απ’ όπου κι αν το πιάσεις, το συστατικό εκείνο, για το οποίο θυμώνουν ―δίχως να το ξέρουν― οι φιλόσοφοι γιατί τους πρόλαβαν οι φυσικοί και οι γιατροί. Ο αέρας ―τι να κάνουμε;― προϋποθέτει δυο ρουθούνια κι έναν οισοφάγο· δεν έχει ανάγκη, ας πούμε, το ον και το μη ον, δεν εξαρτάται από καμία πληκτική αιωνιότητα σε μια σκακιέρα, όπου τα πιόνια τσακώνονται για το ποιο απ’ όλα θα μείνει όρθιο. Όρθιο δεν μένει τίποτα ― εκτός κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για το κακό και για το καλό, πράγματα όλως βαρετά.
Τα ρουθούνια και ο οισοφάγος είναι στοιχεία αρκετά. Επαρκούν για να βασιλέψει ο αέρας καταπώς πρέπει, δίχως έστω για μια στιγμή να χάσει την πλήρη του ακεραιότητα, μιαν ακεραιότητα που καμιά σημασία δεν έχει. Ό,τι δεν έχει σημασία αυτομάτως καθίσταται ελεύθερο, ανεξάρτητο, παντελώς ανικανοποίητο και ολούθε πνιγμένο από ένα «πώς» που τρίζει κάθε πρωί, λίγο προτού ξυπνήσεις. Αν ξυπνήσεις. Πράγμα που επίσης δεν έχει σημασία, αφού ο αέρας συνεχίζει να υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, που αυτό τελικά είναι το μόνο που έχει σημασία σ’ ένα κείμενο που εμπεριέχει στον τίτλο του την πομπώδη λέξη «Πραγματεία».
Ο αέρας λοιπόν πάει κι έρχεται, συστέλλεται και διαστέλλεται, πυκνώνει κι αραιώνει, δοκιμάζεται και δοκιμάζει. Και, επαναλαμβάνω, υπάρχει ανεξάρτητα απ’ οτιδήποτε άλλο. Ο αέρας ―δοκιμασμένο στοιχείο μιας φύσης κατά τ’ άλλα πληκτικής― αναδιοργανώνει τον εαυτό του και αναδιαπραγματεύεται την αιωνιότητά του· με τον εαυτό του πάλι. Και για να μη μακρηγορούμε (που θα το κάνουμε τελικά), ο αέρας κάνει ό,τι του καπνίσει· και του καπνίζει πολλά, αδιαλείπτως. Δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ τον αέρα. Μέσα του, στον αέρα δηλαδή, δεν ξέρουμε τι υπάρχει. Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε, κυρίως γιατί δεν μας νοιάζει· και γιατί δεν έχουμε περιθώρια· εξάλλου, δυο ρουθούνια κι έναν οισοφάγο διαθέτουμε, κι αυτά όχι σε απόλυτη λειτουργία σε όλες τις περιπτώσεις.
Ο αέρας έχει και ιδιότητες ζωής και θανάτου. Βέβαια… Ο αέρας είναι αυτός που διαχωρίζει το ον απ’ το μη ον, το υπάρχω απ’ το δεν-υπάρχω (και καλά κάνω), το ενταύθα απ’ το επέκεινα. (Οι φιλόσοφοι μόνο ορολογίες μάς κληροδοτούν· ο αέρας όμως στενάζει κάτω απ’ τα σκεπάσματα· κλισέ, ναι, το ξέρω.) Θέλω να μάθω για κάποιον που μίλησε για τον αέρα και για τη σημασία του. Θέλω (σχεδόν απαιτώ, με μια κάποια συστολή) κάποιον να μου μιλήσει για τον αέρα, γιατί αλλιώς θα γράφω «Πραγματείες» ώσπου να μου τελειώσει ο αέρας· νά, μια τρύπα στο νερό, με λίγα λόγια.
Η ζωή και ο θάνατος συνδέονται με μιαν ευθεία γραμμή με τον πόνο· όχι, μη νομίσετε ότι λιποθυμώ απ’ τη συγκίνηση για κάτι τέτοιο· αλλού είναι το πρόβλημα, εάν υπάρχει τέτοιο, και, βέβαια, δεν λύνεται με χάπια ή με ορούς. Το πρόβλημα του αέρα είναι ότι συνδέεται με μιαν ευθεία γραμμή με όλα τα πράγματα, με όλα όσα μπορεί ο άνθρωπος (χα!) ν’ αγγίξει με τα χέρια ή να δει με τα μάτια του. (Εν προκειμένω, τ’ αυτιά μάς αφήνουν παντελώς και παγερώς αδιάφορους. Επιτρέψτε μου.) Στο φιλί, χρειάζεσαι αέρα, τον ανταλλάσσεις· στο τσιγάρο, τον ρουφάς και τον εκπνέεις· στον πόνο (αχά!), σου τελειώνει, τελειώνει· χωρίς «σου». Ο αέρας δυσκολεύει τους ανώφελους μηρυκασμούς των λέξεων. Οι λέξεις χρειάζονται αέρα για ν’ ακουστούν· και για ν’ ακούσουν. Ο αέρας δεν χρειάζεται τίποτα.
Πού είναι όμως ο πόνος; Ο πόνος είναι εκεί όπου ο αέρας τελειώνει· είναι όπου ο αέρας είτε δυναμώνει είτε εξασθενεί· είναι εκεί όπου ο αέρας μπαίνει σε λέξεις και όπου λέξεις δεν αντέχονται, γίνονται είτε υποκοριστικά είτε μεγεθυντικά. Ο πόνος είναι εκεί όπου τον αέρα που νομίζεις ότι έχεις κάνει δικό σου δεν θες να τον μοιραστείς με κανέναν· ούτε πια με τον εαυτό σου. Ο πόνος είναι εκεί όπου ο αέρας φυλακίζεται ―μόνον επειδή το θέλει― και σταματά η λειτουργία των ρουθουνιών και του οισοφάγου· και ξερνάς, ξερνάς τόσο, που βγάζεις όλον τον αέρα που νόμιζες ότι κρατούσες καλά φυλαγμένο, καλά φυλακισμένο.
Ο αέρας έχει την ιδιότητα της εκδίκησης.
Φτάνει κάποια στιγμή που αρχίζεις να μετράς τα χρόνια που συναλλάσσεσαι ―ενσυνείδητα― με τον αέρα· φτάνει αυτή η στιγμή που αδιαφορείς για τα χρόνια σου· δεν τα συμψηφίζεις με τον χρόνο. Έρχεται μια στιγμή που τα χρόνια δεν έχουν καμιά σύνδεση πια με τον χρόνο. (Γαμημένη γλώσσα.)
Έρχεται μια στιγμή που μετράς τα χρόνια των μεγαλυτέρων σου και τα βρίσκεις λειψά· βρίσκεις τον αέρα τους λειψό· βρίσκεις τους ανθρώπους λειψούς. Οι συνομήλικοι και οι μικρότεροι έχουν το άλλοθι της αδυναμίας. Οι άλλοι, όχι. Έτσι νομίζεις. Από τότε που συνειδητοποιείς τους συμψηφισμούς του χρόνου, αρνείσαι να συμψηφίσεις τα άλλοθι. Και την αδικία. Οποιασδήποτε μορφής.
Ξεχάσαμε τον αέρα, γιατί, στην πραγματικότητα, μια μεταμοντέρνα ψευτοδουλειά ήταν για να συμβολιστεί ο πόνος. Α, ναι, ο πόνος! Θα ήθελα, να ξαναδιαβαστεί το κείμενο και όπου «αέρας» να μπει «πόνος». Και τούμπαλιν. Ξέρετε, αυτά είναι γνωστά παιχνιδάκια· αχρείαστα και φυσικά αστεία, γελοία ίσως.
Ξέρετε όμως, ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ σε θέση να διαχωρίσει τον πόνο απ’ τον αέρα· ο άνθρωπος, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν πηγαίνει, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένος να καταδικάσει.
Κι αυτό, απ’ όπου κι αν το πιάσεις, συμβαίνει όταν είσαι μικρός. Όταν μεγαλώσεις, πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις. Και να μην αδικείς.
Έστω κι αν σου ’χει τελειώσει ο αέρας.
Ο πόνος, εκεί. Σε όλες τις ηλικίες. Με τα δυο ρουθούνια και τον οισοφάγο.
Ανθρώπινα πράγματα. Απλά.
Και μεγαλώνουμε.