Ανθρωπιστής είναι αυτός που αγαπάει όλους τους ανθρώπους
γιατί δεν μπορεί ν’ αγαπήσει τον καθένα ξεχωριστά.
Albert Camus
Το πιο συνηθισμένο πράγμα σε ώρες που χρειάζεται κάποιος ή κάτι στήριξη, είναι οι υπογραφές. Ένα κόμμα, η καρέτα-καρέτα, οι ομοφυλόφιλοι που πετροβολούνται στον Τρίτο Κόσμο ή οι γυναίκες που απατούν τους άντρες τους στον ίδιο κόσμο. Συνεχώς, υπογραφές, δηλώσεις, διακηρύξεις, διαγγέλματα και όλα τα συναφή. Υπογράφεις μια δήλωση ή κάτι απ’ τα παραπάνω και μπορείς, ήσυχα πια, να κοιμάσαι το βράδυ, νομίζοντας ότι έχεις επιτελέσει το καθήκον σου στο ζενίθ της κοινωνικής σου ευαισθησίας. Ειδικά οι πομπώδεις εκφράσεις, τα παχιά λόγια, ο κουλτουριάρικος λαϊκισμός, συνιστούν ένα κλισέ πλαίσιο, μέσα στο οποίο το μαξιλάρι μαλακώνει, κι ο κόσμος γύρω μοιάζει ένα άνετο στρώμα να ξαπλώσεις.
Έτσι και με τους «32». [Παρεμπιπτόντως, είμαι αναγκασμένος να τους τσουβαλιάσω, παρότι θα ήθελα πολύ να πιστέψω ότι ένας-δυο παρασύρθηκαν. Έτσι, όμως, κάνουν και οι ίδιοι, τσουβαλιάζουν. Δυστυχώς.] Υπέγραψαν ένα κείμενο που καταργεί, αφενός, οποιαδήποτε διάκριση και, αφετέρου, μες στην αφελή του γενικότητα, ανταποκρίνεται όπως-όπως στη διάχυτη, είναι αλήθεια, ανάγκη για παρέμβαση των διανοουμένων. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είμαι σίγουρος ότι πια έχει οποιαδήποτε σημασία, στις μέρες μας, μια τέτοια παρέμβαση, όπως, επίσης, δεν πιστεύω καθόλου ότι η διανόηση και η τέχνη είναι υποχρεωμένες να παρεμβαίνουν σώνει και καλά· έχουν κι άλλους τρόπους παρέμβασης· το έργο τους, δηλαδή.
Μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά δίχως να σπάσει κανένα αυγό σε κανένα καλάθι, οι «32» συνυπέγραψαν ένα κείμενο που δεν λέει ΤΙΠΟΤΑ. Απολύτως. Με αφέλεια νηπιαγωγείου, εντοπίζει μία κατάσταση, χωρίς να κατονομάζει, χωρίς να καταδεικνύει κλέφτες κι αστυνόμους, δίχως, έστω σ’ ένα σημείο, να δικαιολογεί την παρουσία τους εδώ. Πέντε-δέκα γενικολογίες, άχρηστες εν γένει. Τα ίδια, αλλά με θάρρος και συγκεκριμένες θέσεις ―πείτε με περισσότερη ή περισσή αφέλεια, αν θέλετε― έκαναν και οι «Αγανακτισμένοι» στο Σύνταγμα.
Το χειρότερο είναι ότι κάνουν αυτό για το οποίο κατηγορούν τους άλλους (δεν ξέρω ποιους· δεν λένε): ΛΑΪΚΙΖΟΥΝ. Κι αυτό είναι προσφιλής τακτική, όπως ξέρουμε, σε καιρούς που θέλεις κάτι να πεις, αλλά φοβάσαι να έρθεις σε σύγκρουση. Είναι γνωστή αυτή η ήσυχη, δήθεν ψύχραιμη και μετριοπαθής αντίδραση σε περιόδους που θέλεις, απ’ τη μια, να μην είσαι στην απέξω, αλλά, όταν επανέλθει η «ομαλότητα» να μη χάσεις, εννοείται, τον θρόνο, τον θώκο, τη καρέκλα, απ’ την άλλη. Ε, ναι.
Και ξάφνου, το άγχος για τις νέες και επερχόμενες γενιές. Εδώ, ξεκινάει το μεγάλο πανηγύρι. Πάντοτε, το μπαλάκι είναι οι νέες και οι επερχόμενες γενιές, η έγνοια για το τι «μέλλον θα παραδώσουμε στα παιδιά μας». Μαζί, ασφαλώς, με τα πυροτεχνήματα περί «εθνικής ανασυγκρότησης». Τα νέα παιδιά που χρειάζεται να ζήσουν σ’ ένα έθνος ανασυγκροτημένο, σ’ ένα έθνος που θα σέβεται τους αγώνες των περασμένων γενεών (κι άλλο καπέλωμα, φυσικά). Ρε παιδί μου, αλήθεια, ποιος μιλάει για έθνος σήμερα;
Και γιατί διάφοροι εκ των «32» τολμούν να μιλάνε, σήμερα, για τις επερχόμενες γενιές, όταν με τη δολοφονία του μικρού Αλέξη έκαναν την πάπια και περί άλλα ετύρβαζαν, με γραμμή άνωθεν; Χειρότερα: έσωθεν.
Κλέβω, εδώ, το ΥΓ του Χρήστου Αγγελάκου, από ένα κείμενό του στο Facebook: «Το κείμενο ολοκληρώνεται σε μια κορόνα για τα όνειρα των νέων και τις επερχόμενες γενιές. Φαντάζομαι πως εννοεί και τους κακομαθημένους νέους που κατακεραύνωνε ο Δοξιάδης τον Δεκέμβριο του ’08, γιατί δεν ακούσανε κανένα “μη” από τη μεταπολιτευτική γενιά των πατεράδων τους. Αλλά τώρα είπαμε: η επιτακτικότητα του αιτήματος επιτρέπει κι ένα φινάλε πολιτικού λυρισμού, κι ας τον στηλιτεύει κάθε τόσο ο Θεοδωρόπουλος από τα Νέα: μπανάλ και άξιος ειρωνείας ο πολιτκός λυρισμός, αλλά μόνο όταν έρχεται από αριστερά».
Λυπάμαι πολύ, αλλά, νά, (και) κάτι τέτοια είναι που κάνουν τον κόσμο «Αγανακτισμένο», που τον βγάζουν στο Σύνταγμα. Κάτι τέτοιες, παντελώς άσκεφτες κινήσεις είναι που συμβάλλουν στο γενικό τσουβάλιασμα. Γιατί, ρε παιδιά, μου δίνετε λόγους να ξέρω, τελικά, γιατί πηγαινοέρχομαι στο Σύνταγμα; Μήπως, τελικά, να περάσω μια βόλτα έξω απ’ την Ακαδημία; Μήπως πρέπει να μαζευτούμε και λίγοι από ’κεί έξω; Ρωτάω αυθεντικά. [Εντάξει, και λίγο ειρωνικά.]
Φοβάμαι. Έχω αρχίσει να φοβάμαι για έναν ακόμη λόγο: γιατί, ματημπαναγία, δεν θέλω τέτοιες διακηρύξεις να μιλούν για το μέλλον το δικό μας· δεν θέλω, πώς να το πω, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, έγκριτοι κατά τ’ άλλα, λογοτέχνες και δεν-ξέρω-’γώ-ποιοι-άλλοι να μιλούν εξ ονόματος καμιάς περασμένης, παρούσας ή επερχόμενης γενιάς μ’ αυτόν τον τρόπο· με τέτοιες φοβισμένες (ο σκληροπυρηνικός μου εαυτός θα μπορούσε να πει και «φοβικές») δηλώσεις. Αυτό, όμως, είναι το ευαγγέλιο του δικού μου παπά. Έστω.
Και, τέλος, οι «συντονισμένες ενέργειες». Το γνωστό παιχνιδάκι της εθνικής ομοψυχίας, ε; Πάλι, δηλαδή, στην άκρη οι ιδεολογίες και οι αγώνες. Στο ίδιο τσουβάλι, και πάλι, όλοι οι «αγώνες» και όλες οι «θυσίες», ωραιότατα μαγειρεμένα, ένα σωστό τουρλουμπούκι. Σάμπως αυτό δεν ήθελε και ο ΓΑΠ; Αυτό δεν ζητά και ο ΣΕΒ; Κανένας όμως δεν το ζητά από τα κάτω. Οι «32» ποιον εκφράζουν, λοιπόν; Ποιον;
[Γιατί, ρε γαμώτο, μερικοί διανοούμενοι μας δημιουργούν, από καιρού εις καιρόν, τέτοια αποστροφή;]
Και για να κλείσω, δεν είναι τάξη οι διανοούμενοι ούτε καν μία ομάδα με μίνιμουμ κοινά χαρακτηριστικά. Δεν μπορώ, όμως, να ξεχάσω, με τίποτα, τον ορισμό του Γκράμσι περί οργανικών διανοουμένων, που είναι, εικάζω, σαν τα οργανικά μαρούλια στις μέρες και τις ώρες μας: φτιαγμένα για να μη χαλάσουν την υγεία του οργανισμού.
δ.α.
ΥΓ. [Και για να περάσω στα πολύ δικά μου.]
Παρακαλώ τους «32» να κάνουν έκκληση στους εκδότες (τους) καλύτερα, μπας και οι εργαζόμενοι στον χώρο του βιβλίου πάρουν τα δεδουλευμένα τους. Ευχαριστώ.
Ο Δ.Α. είναι μέλος της Κ.Ε. και της Επιτροπής Νέων της Δημοκρατικής Αριστεράς