Τζένη Μαστοράκη: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, εκδ. Κέδρος 2007, σελ. 124

Ούτε κουρσάρος, ούτε προσκυνητής

Μόνο ευθείες

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ: «ΛΙΓΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΥΠΟΘΕΤΩ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ». ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ. ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΥΣ.

Και με τον Χειμωνά και με τον Μαρωνίτη έχω μια μακριά προϊστορία, δημόσια και ωστόσο προσωπική: καθένας τους με τον δικό του τρόπο, με κάποιο κείμενό του δηλαδή, με έχει σημαδέψει σε διάφορες ηλικίες και ήταν εποχές που μια δημοσίευσή τους, μεγάλη ή μικρή, μπορούσε να σφραγίσει ολόκληρη χρονιά. Ο Χειμωνάς ήταν η φωνή από τα έγκατα. Κάθε νέο βιβλίο του ερχόταν να με συνεπάρει σαν φλεγόμενο παραμύθι που μιλούσε σε ό,τι πιο αμίλητο είχα μέσα μου. Ο Μαρωνίτης πάλι ήταν η φωνή μέσα από τα σύννεφα. Ο λόγος του τάραζε τα νερά, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, αδιαπραγμάτευτος: ένας λόγος υψηλού κόστους και υψηλού πάθους, που δεν υπολόγιζε ούτε την έκθεση ούτε την πρόκληση.

Εκείνες τις εποχές, κάποια από τα σπουδαία κείμενα αυτού του τόμου τα έζησα ένα ένα στην ώρα τους, σχεδόν εν θερμώ. Καθένα από αυτά ήταν και ένα γεγονός. Και τώρα που τα ξαναδιαβάζω όλα μαζί, με αρκετή μελαγχολία, αλλά και με την ίδια παλιά συγκίνηση, διαπιστώνω πως μέσα μου μετρούν ακόμη όπως και τότε. «Γεγονότα» είναι πάλι, εγγεγραμμένα πια και σε μιαν άλλη διάσταση. Η συνάντηση των δυο τους ήταν συναρπαστική. Και αποκλειστική – έτσι την ένιωθα: κανένας άλλος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Τους κρυφάκουγα να μιλούν σε μια γλώσσα που ήταν μοιρασμένη και διπλή και ταυτόχρονα ενιαία και αδιαίρετη και τους φανταζόμουν σαν δύο ωραία θηρία που πλησιάζονται και οσφραίνονται το κοινό τους αίμα. Ή με τον τρόπο του Χειμωνά: δύο κήρυκες που διανύουν το αχανές, ώσπου να συναντηθούν πάνω από ένα ανασκαμμένο πεδίο μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν, εκεί ακριβώς, χωρίς «εάλω» και «νενικήκαμεν», πως έρχονται από την ίδια πατρίδα.

Την περιπλάνηση του Χειμωνά την έχω ακολουθήσει μόνο φανταστικά. Κάθε που χρειαζόταν να τον κοιτάξω από λίγο πιο κοντά, έγραφα γύρω του μεγάλες καμπύλες, ζητώντας να τον καθρεφτίσω πρώτα κάπου αλλού για να μη με μαρμαρώσει. Τις διαδρομές του Μαρωνίτη όμως, τώρα που τον ξαναδιάβαζα με μια νηφάλια χρονική απόσταση, νομίζω πως τις είδα σχεδόν καθαρά. Ούτε μία καμπύλη που να παρηγορεί, ούτε μία τεθλασμένη που να δραπετεύει: μόνο ευθείες. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό και πιο περιπετειώδες από την ευθεία.

Είναι στοιχεία μιας μυστικής γεωμετρίας οι ευθείες του και χτίζουν, πότε οριζόντιες και πότε κάθετες, έναν αόρατο κάνναβο πάνω από το έργο του Χειμωνά. Με μία διαφορά όμως: στα τετραγωνάκια του αόρατου πλέγματος ο Μαρωνίτης δεν απομονώνει λεπτομέρειες από τον Χειμωνά για να τις αναδείξει. Αποθέτει τα δικά του, πολύ προσωπικά «σήματα», μ΄ ένα αίσθημα παλλόμενο και συνάμα οριακά συγκρατημένο. Η συγκίνηση παραμένει γι΄ αυτόν μια «σκοτεινή πηγή που υπόκειται». Δεν ανεβαίνει ποτέ στην επιφάνεια.

Με μία εξαίρεση: τη συνομιλία με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο τέλος του βιβλίου. Αν ο Μαρωνίτης, ζώντος του Χειμωνά, υπήρξε ένας ιδεώδης παραλήπτης και αποστολέας, με τον Χειμωνά φευγάτο πια, αφήνει τη σκοτεινή πηγή του, όχι να αναβλύσει, αλλά να φανεί μόνο μέσα από κάποιες βίαιες ρωγμές. Μια πικρή παρατήρηση σαν κι εκείνη για το «τέλος του Νάρκισσου», θα μπορούσε να κρύβει προπαντός ένα πράγμα: την άγρια οργή ενός μοναχικού πια αποστολέα μπροστά στο άδικο του θανάτου.

Πέρα για πέρα ισότιμος και αυτόνομος


Ξανά στον κάνναβο. Σαν τι «σήματα» θα διάβαζα καταγεγραμμένα στα τετραγωνάκια του; Ας πούμε, αυτό: «Το έργο του Χ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα- συγκρατεί στο εσωτερικό του τη μορφή του τρόμου και η πρόσληψή του οφείλει να πραγματοποιηθεί εν όψει του τρόμου». Είναι μια διαπίστωση που με γοητεύει όσο και την πρώτη φορά που τη βρήκα γραμμένη μπροστά μου και θα γινόταν ωραίο παράδειγμα και του αποσιωπημένου αισθήματος (άλλο να μιλάς σαν «τρομαγμένος» κι άλλο σαν ένας που γνώρισε τον τρόμο) και μιας ιλιγγιώδους ευθείας που διαπερνά και συνδέει τα σπλάχνα δύο κειμένων, αν όχι και δύο συγγραφέων.

Πέρα από τις άλλες ανεκτίμητες ιδιότητές του, ο Μαρωνίτης-συγγραφέας έχει σπάνια άρθρωση και σπάνια ευθυβολία. Ο λόγος του δεν ανταγωνίζεται ούτε διαμεσολαβεί. Ξεδιπλώνεται πέρα για πέρα ισότιμος και αυτόνομος, επιβάλλοντας κανόνες μιας άλλης προοπτικής με τερατώδες ένστικτο και με υψηλή- ας μου επιτραπεί αυτή η παρεξηγημένη λέξη- αξιοπρέπεια. Ο Μαρωνίτης δεν γίνεται ούτε κουρσάρος ούτε προσκυνητής. Και καθώς ελέγχει αυστηρά τη δραματικότητα και την ταραχή του, γίνεται εν τέλει και δραματικός και συνταρακτικός. Και κυματίζει, σαν κι εκείνην τη σημαία του Χειμωνά. Μαζί με όλα τα καρφιά που τον κρατούν καρφωμένο.

[Τα Νέα, Σάββατο 14/02/2009]

Ομήρου – Ιλιάδα – Ραψωδίες Α-Μ / (μτφρ.-επιλεγόμενα: Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Σκέψεις με αφορμή τη μετάφραση της Ιλιάδας από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη

iliada_eksofyllo

Η αλήθεια είναι ότι λίγα έχει να πει κάποιος μη ειδικός για το έργο του Ομήρου, τουλάχιστον από φιλολογική άποψη. Κριτικές αποτιμήσεις και (δια)κειμενικές αναφορές αναμένονται, φαντάζομαι, σ’ ένα απ’ τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο κείμενο της παγκόσμιας γραμματείας. Ας πούμε «ποίημα», αν η λέξη «κείμενο» φαντάζει εδώ ουδέτερη.

Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης καταθέτει ένα ακόμη σπουδαίο μεταφραστικό του επίτευγμα. Η ομηρική Ιλιάδα αποτελεί, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, ένα ποίημα που κινείται στο πλαίσιο –μπορεί φορές φορές να το ξεπερνά– μιας βαθιάς ποιητικότητας, μιας αστείρευτης πηγής εικόνων, στοχασμού και κατάδυσης στον βαθύτερο κόσμο του ανθρώπου. Συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο έργο αναφοράς για τ’ άδυτα του ανθρώπινου αλλά και μετα–ανθρώπινου και θεϊκού, πηγαδιού που λέγεται «ψυχή» ή «είναι» ή «όντως ον». Αλλιώς: που λέγεται «ποίηση», λέγεται εν γένει «τέχνη», λέγεται «φιλοσοφία».

Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης ξεκίνησε αντίστροφα τη σκληρή δουλειά στο ομηρικό έργο. Ενώ χρονολογικά η Ιλιάδα προηγείται της Οδύσσειας, κι ενώ οι ομηριστές καταθέτουν, μεταξύ άλλων, πως ενδέχεται ο συγγραφέας της Οδύσσειας να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτό της Ιλιάδας, ίσως μαθητής του, ο μεταφραστής, όσο απλή κι αν ακούγεται η λέξη, περαίωσε πρώτα την Οδύσσεια. Κι αυτό, όπως αναφέρει ο ίδιος, σαν μια ανάβαση απ’ τον μαθητή στον δάσκαλο, απ’ τη μαθητεία στη σοφία. Τα γνωστά σεφερικά «πάνω νερά», υπότιτλος άλλωστε των Επιλεγομένων του μεταφραστή.

Κι όμως, αν συγκρίνει κανείς τα δύο έργα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Μαρωνίτη, ας μας επιτραπεί η γενική κτητική, θ’ αντιληφθεί αμέσως πως ο εργάτης της μετάφρασης τα είδε ως έργα τόσο διακριτά όσο και αξεχώριστα, τουλάχιστον μέσα στο ίδιο του το εργαστήρι – βιωματικό καταπώς φαίνεται, αφοσιωμένο καταπώς βιώνεται.

Δεδομένης της μεταφραστικής δεινότητας του Δ. Ν. Μαρωνίτη, διαβάζοντας ή απρογραμμάτιστα διατρέχοντας το κείμενο της Ιλιάδας, αναρωτιέσαι αφενός για τη συνέχεια της ίδιας της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου για το πώς ο Όμηρος, αν υποθέσουμε ότι ζούσε στις μέρες μας, θα έγραφε αυτό το έργο ή ένα ανάλογο. Βέβαια, παρότι μοιάζει με παραδοξολογία αυτή η αναγωγή σ’ έναν σημερινό Όμηρο, με μια σύντομη, έστω, ματιά στον ρυθμό και στις λέξεις του πρωτοτύπου, γίνεται αυτόχρημα αντιληπτό πως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης καταβυθίστηκε πλήρως στο ομηρικό έργο, το έκανε δικό του, χωρίς στιγμή να ξεχάσει πως έχει λάβει το βαρύ χρέος που αναλογεί στον μεταφραστή, στον αυτόκλητο, κι εδώ είναι το σημαντικό, περατάρη απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη, απ’ αυτήν του πρωτοτύπου σ’ αυτήν του μεταφρασμένου κειμένου, ενός έργου τέτοιου βεληνεκούς.

Είναι όμως εντελώς «άλλη» αυτή η γλώσσα; Ενώ τα λαγαρά νεοελληνικά του Δ. Ν. Μαρωνίτη τρέχουν ορμητικά, σε διάσπαρτα σημεία του ποιήματος, ας επιμείνουμε σ’ αυτό τον χαρακτηρισμό, είτε εντάσσονται λέξεις απευθείας απ’ τον Όμηρο είτε συνιστούν δημιουργήματα του ίδιου του μεταφραστή είτε, πάλι, αποτελούν τις πιο εύστοχες των επιλογών που μια γλώσσα προσφέρει.

Η χρήση λέξεων του πρωτοτύπου είναι άραγε κάποια αντίφαση, είναι μήπως αδυναμία μεταφοράς, είναι, λες, μια επιλογή που αντικατοπτρίζει τη συνέχεια της γλώσσας και διατηρεί, όπου χρειάζεται, τον ρυθμό, τον τρόπο και το ανυπέρβλητο ύφος του ομηρικού κειμένου;

Ας αρχίσουμε από τα «εύκολα». Όταν καταπιάνεσαι και φέρεις σε πέρας ένα τέτοιο έργο, με αυτό το αποτέλεσμα, είναι απολύτως περιττό να γίνεται λόγος για αδυναμία. Ποια ομορφότερη λέξη να βρει κανείς για τον «νεφεληγερέτη Δία» [Ε 888], για τον «Γερήνιο» Νέστορα [Κ 102] ή για τη μετάφραση του «ταλασίφρονος» Οδυσσέα ως «καρτερόψυχου» [Λ 466];

Απ’ την άλλη, όπως ίσως θα ’λεγε κι ο ίδιος ο Δ. Ν. Μαρωνίτης –μια εικασία ενδεχομένως αυθαίρετη–, κι εδώ δικαιολογείται η δική του φράση περί γενετικής εμπιστοσύνης στη μετάφραση (βλ. σ. 280), η όποια αντίφαση μπορεί και να δικαιολογείται από τις ίδιες τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη ζωή καθαυτήν.

Τέλος, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, όχι μόνον ανέλαβε να μεταφέρει τον Όμηρο στην τρέχουσα γλώσσα, αλλά το ποιητικό του οπλοστάσιο ξεδιπλώθηκε αφειδώς, διαπερνώντας αιώνες επί αιώνων της ελληνικής ποίησης. Αυτό αποτελεί, απ’ τη μια, δείγμα συνέπειας της γλώσσας και απόλυτης πρόσληψής της απ’ τον μεταφραστή, και κανείς, απ’ την άλλη, δεν θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει πως σ’ αυτό το έργο θα μπορούσε να συνοψιστεί η εξέλιξή της.

Η εικονοποιία του Ομήρου, η γλώσσα του, το πάθος της αφήγησης, ο κορεσμός του ανθρώπου, ο κορεσμός του αίματος, καθώς και το ρίγος της συγκίνησης που μεταβιβάζει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, το αμέτρητο βάθος της κατανόησής του, το επίκαιρο, διαχρονικό και ευτυχές του μεταφραστικό άλγος προσκομίζονται ατόφια σ’ αυτή την κατάθεση.

Μένει μόνο ν’ αποδειχθεί κατά πόσον όλο το έργο –πρωτότυπο, μεταφραστικό και δοκιμιακό– του Δ. Ν. Μαρωνίτη αποτελεί ένα ενιαίο σώμα. Κι ελπίζω πως δεν απέχουμε πολύ απ’ την αναντίρρητα καταφατική απάντηση.

_

[Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα]

[Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», Τρίτη 20/10/2009.]