Θέλω να σβήσω τα ίχνη σου
απ’ τους τοίχους μου. Κάθε μαξιλάρι
είναι γεμάτο απ’ τις δικαιολογίες σου. Οι οιωνοί
πλημμυρίζουν το πεζοδρόμιο κάτω απ’ το παράθυρό μου: μια γυναίκα
φορώντας καπέλο από πάρτι, κρατώντας σφιχτά
ένα ελαστικό μπαλόνι. Σκιές
σέρνονται αργά μέσα στην άσφαλτο, κάποιος ουρλιάζει “Σταματήστε!”
κι εγώ κλείνω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να κοιτάζω
αυτή την πόλη ν’ αδειάζει αργά, αφήνοντάς με
κρεμασμένο ανάμεσα στα “καλό ταξίδι”, σαν πάμπολλα ρούχα
απλωμένα, με τ’ άσπρο μαντίλι
κολλημένο στο λαιμό μου. Θυμάσαι πώς ο Χριστός
ξεσκίζει ανοίγοντας το πουκάμισό του
για να μας δείξει την καρδιά του, ολόκληρη φλεγόμενη κι αγκαθωτή,
θυμάσαι τον τρόπο που τη δείχνει. Φοβάμαι ότι ο τρόπος που θα μου λείψεις
θα ‘ναι αυτός ο προφανής.
Έχω ένα φίλο που όλοι με προειδοποιούν
ότι είναι επικίνδυνος, κρύβει
ματωμένες εικόνες του Χριστού
γύρω γύρω στο σπίτι μου, για να τις βρίσκω εγώ
όταν επιστρέφω· ο Χριστός
πίσω απ’ την πόρτα του ερμάριου, ο Χριστός κολλημένος
στον καθρέφτη. Θέλει να με σώσει
αλλά διαφωνούμε από τι. Η δική μου κόλαση
είναι κάποιος που ξεσκίζει ανοίγοντας το πουκάμισό του
και λέει, Κοίτα τι έχω κάνει εγώ για σένα…
Μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης