Σκιές ασώματες γυρνούν
κι οι μοναξιές μαζί τους
ως άλλες Μήδειες
[ή
φοίνικες αναγεννώμενους]
δειπνούν το κουφάρι
της αγέλαστης επιστροφής
[Χαράζει…]

…μετά από μιας νύχτας ουρλιαχτό
και
μετά από κείνους τους πολεμιστές που βάδιζαν μονάχοι
να έχουν πια επιστρέψει
χαϊδεύοντας ηδονικά τη λάσπη του χειμώνα