Ομήρου – Ιλιάδα – Ραψωδίες Α-Μ / (μτφρ.-επιλεγόμενα: Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Σκέψεις με αφορμή τη μετάφραση της Ιλιάδας από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη

iliada_eksofyllo

Η αλήθεια είναι ότι λίγα έχει να πει κάποιος μη ειδικός για το έργο του Ομήρου, τουλάχιστον από φιλολογική άποψη. Κριτικές αποτιμήσεις και (δια)κειμενικές αναφορές αναμένονται, φαντάζομαι, σ’ ένα απ’ τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο κείμενο της παγκόσμιας γραμματείας. Ας πούμε «ποίημα», αν η λέξη «κείμενο» φαντάζει εδώ ουδέτερη.

Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης καταθέτει ένα ακόμη σπουδαίο μεταφραστικό του επίτευγμα. Η ομηρική Ιλιάδα αποτελεί, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, ένα ποίημα που κινείται στο πλαίσιο –μπορεί φορές φορές να το ξεπερνά– μιας βαθιάς ποιητικότητας, μιας αστείρευτης πηγής εικόνων, στοχασμού και κατάδυσης στον βαθύτερο κόσμο του ανθρώπου. Συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο έργο αναφοράς για τ’ άδυτα του ανθρώπινου αλλά και μετα–ανθρώπινου και θεϊκού, πηγαδιού που λέγεται «ψυχή» ή «είναι» ή «όντως ον». Αλλιώς: που λέγεται «ποίηση», λέγεται εν γένει «τέχνη», λέγεται «φιλοσοφία».

Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης ξεκίνησε αντίστροφα τη σκληρή δουλειά στο ομηρικό έργο. Ενώ χρονολογικά η Ιλιάδα προηγείται της Οδύσσειας, κι ενώ οι ομηριστές καταθέτουν, μεταξύ άλλων, πως ενδέχεται ο συγγραφέας της Οδύσσειας να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτό της Ιλιάδας, ίσως μαθητής του, ο μεταφραστής, όσο απλή κι αν ακούγεται η λέξη, περαίωσε πρώτα την Οδύσσεια. Κι αυτό, όπως αναφέρει ο ίδιος, σαν μια ανάβαση απ’ τον μαθητή στον δάσκαλο, απ’ τη μαθητεία στη σοφία. Τα γνωστά σεφερικά «πάνω νερά», υπότιτλος άλλωστε των Επιλεγομένων του μεταφραστή.

Κι όμως, αν συγκρίνει κανείς τα δύο έργα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Μαρωνίτη, ας μας επιτραπεί η γενική κτητική, θ’ αντιληφθεί αμέσως πως ο εργάτης της μετάφρασης τα είδε ως έργα τόσο διακριτά όσο και αξεχώριστα, τουλάχιστον μέσα στο ίδιο του το εργαστήρι – βιωματικό καταπώς φαίνεται, αφοσιωμένο καταπώς βιώνεται.

Δεδομένης της μεταφραστικής δεινότητας του Δ. Ν. Μαρωνίτη, διαβάζοντας ή απρογραμμάτιστα διατρέχοντας το κείμενο της Ιλιάδας, αναρωτιέσαι αφενός για τη συνέχεια της ίδιας της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου για το πώς ο Όμηρος, αν υποθέσουμε ότι ζούσε στις μέρες μας, θα έγραφε αυτό το έργο ή ένα ανάλογο. Βέβαια, παρότι μοιάζει με παραδοξολογία αυτή η αναγωγή σ’ έναν σημερινό Όμηρο, με μια σύντομη, έστω, ματιά στον ρυθμό και στις λέξεις του πρωτοτύπου, γίνεται αυτόχρημα αντιληπτό πως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης καταβυθίστηκε πλήρως στο ομηρικό έργο, το έκανε δικό του, χωρίς στιγμή να ξεχάσει πως έχει λάβει το βαρύ χρέος που αναλογεί στον μεταφραστή, στον αυτόκλητο, κι εδώ είναι το σημαντικό, περατάρη απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη, απ’ αυτήν του πρωτοτύπου σ’ αυτήν του μεταφρασμένου κειμένου, ενός έργου τέτοιου βεληνεκούς.

Είναι όμως εντελώς «άλλη» αυτή η γλώσσα; Ενώ τα λαγαρά νεοελληνικά του Δ. Ν. Μαρωνίτη τρέχουν ορμητικά, σε διάσπαρτα σημεία του ποιήματος, ας επιμείνουμε σ’ αυτό τον χαρακτηρισμό, είτε εντάσσονται λέξεις απευθείας απ’ τον Όμηρο είτε συνιστούν δημιουργήματα του ίδιου του μεταφραστή είτε, πάλι, αποτελούν τις πιο εύστοχες των επιλογών που μια γλώσσα προσφέρει.

Η χρήση λέξεων του πρωτοτύπου είναι άραγε κάποια αντίφαση, είναι μήπως αδυναμία μεταφοράς, είναι, λες, μια επιλογή που αντικατοπτρίζει τη συνέχεια της γλώσσας και διατηρεί, όπου χρειάζεται, τον ρυθμό, τον τρόπο και το ανυπέρβλητο ύφος του ομηρικού κειμένου;

Ας αρχίσουμε από τα «εύκολα». Όταν καταπιάνεσαι και φέρεις σε πέρας ένα τέτοιο έργο, με αυτό το αποτέλεσμα, είναι απολύτως περιττό να γίνεται λόγος για αδυναμία. Ποια ομορφότερη λέξη να βρει κανείς για τον «νεφεληγερέτη Δία» [Ε 888], για τον «Γερήνιο» Νέστορα [Κ 102] ή για τη μετάφραση του «ταλασίφρονος» Οδυσσέα ως «καρτερόψυχου» [Λ 466];

Απ’ την άλλη, όπως ίσως θα ’λεγε κι ο ίδιος ο Δ. Ν. Μαρωνίτης –μια εικασία ενδεχομένως αυθαίρετη–, κι εδώ δικαιολογείται η δική του φράση περί γενετικής εμπιστοσύνης στη μετάφραση (βλ. σ. 280), η όποια αντίφαση μπορεί και να δικαιολογείται από τις ίδιες τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη ζωή καθαυτήν.

Τέλος, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, όχι μόνον ανέλαβε να μεταφέρει τον Όμηρο στην τρέχουσα γλώσσα, αλλά το ποιητικό του οπλοστάσιο ξεδιπλώθηκε αφειδώς, διαπερνώντας αιώνες επί αιώνων της ελληνικής ποίησης. Αυτό αποτελεί, απ’ τη μια, δείγμα συνέπειας της γλώσσας και απόλυτης πρόσληψής της απ’ τον μεταφραστή, και κανείς, απ’ την άλλη, δεν θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει πως σ’ αυτό το έργο θα μπορούσε να συνοψιστεί η εξέλιξή της.

Η εικονοποιία του Ομήρου, η γλώσσα του, το πάθος της αφήγησης, ο κορεσμός του ανθρώπου, ο κορεσμός του αίματος, καθώς και το ρίγος της συγκίνησης που μεταβιβάζει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, το αμέτρητο βάθος της κατανόησής του, το επίκαιρο, διαχρονικό και ευτυχές του μεταφραστικό άλγος προσκομίζονται ατόφια σ’ αυτή την κατάθεση.

Μένει μόνο ν’ αποδειχθεί κατά πόσον όλο το έργο –πρωτότυπο, μεταφραστικό και δοκιμιακό– του Δ. Ν. Μαρωνίτη αποτελεί ένα ενιαίο σώμα. Κι ελπίζω πως δεν απέχουμε πολύ απ’ την αναντίρρητα καταφατική απάντηση.

_

[Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα]

[Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», Τρίτη 20/10/2009.]

One thought on “Ομήρου – Ιλιάδα – Ραψωδίες Α-Μ / (μτφρ.-επιλεγόμενα: Δ. Ν. Μαρωνίτης)

  1. “..σ’ ένα απ’ τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο κείμενο της παγκόσμιας γραμματείας.”

    Θα συμφωνήσω μαζί σου.

    Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει την Ελληνική ιδιαιτερότητα του Καστοριάδη. Με εντυπωσίασε η τοποθέτησή του ότι στην Ιλιάδα έχουμε την ουσία του ελληνικής σκέψης που συνοψίζεται σε μία και μόνο φράση, την τραγική σύλληψη του κόσμου.

    Η Ιλιάδα είναι μια μελέτη πάνω στο θάνατο ..και οι Έλληνες οι πρώτοι που ανακάλυψαν πως ο άνθρωπος είναι θνητός οριστικά και αμετάκλητα.

    μόρος-μοίρα-βροτός :τρεις λέξεις ομηρικές με κοινή ρίζα ..μοίρα του ανθρώπου ο θάνατος.

    Δεν έχει άδικο ο Καστοριάδης ,όταν λέει πως η πιο σημαντική πλευρά του ομηρικού έπους είναι ο θάνατος.

    Μακάρι η μετάφραση του Μαρωνίτη να μπει στα σχολεία..

Leave a comment