Rainer Maria Rilke

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες

Η σοφία του Ρίλκε, Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή

Ulrich Baer (ανθολόγηση)

Μτφρ.: Αλεξάνδρα Νικολακοπούλου, Επιμέλεια: Μαρία Τοπάλη

Πατάκης 2009, Σελ. 414, Τιμή: €15,50

Ώρα 08:00 – «Να σηκώνεσαι χαρούμενος όταν είναι να δουλέψεις»

Ο ποιητής πρέπει να κοιμήθηκε αρκετά καλά καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Το κρασί που ήπιε το προηγούμενο βράδυ ήταν μάλλον καλό, παρότι του το ’φερε ένας φίλος απ’ τα παλιά – δικής του παραγωγής, άρα αμφιβόλου ποιότητας. Πήγε κατευθείαν για την πρωινή του περιποίηση – άλλωστε, το μεγαλείο της ζωής ξεκινά με τ’ απλούστερα πράγματα· όχι; Πήρε ένα αρκετά δυνατό πρωινό· η οικονόμος του πάντα φρόντιζε γι’ αυτό, ήξερε πόσο πολύ το ’χε ανάγκη· σαν έβλεπε πως η υγεία του, αργά ή γρήγορα, θα κλονιζόταν. Κλείστηκε στο γραφείο του. Είχε στοιβαγμένη σε μια γωνιά την αλληλογραφία κι έπρεπε ν’ απαντήσει. Αναρωτήθηκε τι θα ’κανε όταν πια δεν θα μπορούσε ν’ ανταποκρίνεται. Μάλλον θα ’πρεπε πολύ απλά να ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτή του την αδυναμία.

Ώρα 09:30 – «Να μπορείς να βοηθάς σημαίνει πάντα να βοηθάς κάπως και τον εαυτό σου!»

Τον παίδεψαν πολύ τα γράμματα που έπρεπε να ολοκληρώσει προς κάποιον νέο ποιητή που ζητούσε τη βοήθειά του. Κρατάει καιρό αυτή η επαφή. Μοιάζει ν’ αντιδρά ο νεαρός, ο ποιητής όμως έχει όλη την υπομονή του κόσμου. Στοχάζεται συνάμα για την υπομονή που ο κόσμος διαθέτει απέναντι στην ποίηση, στην ίδια τη ζωή· στην ομορφιά. Θα προχωρήσει. Το αυστροουγγρικό αίμα που κυλά στις φλέβες του, απόρροια κυρίως της γέννησής του στη σκοτεινή Πράγα, τον βοηθά. Στην Ελβετία, η μέρα βιάζεται.

Ώρα 11:30 – «Είμαστε οι μέλισσες του αόρατου»

Περνά η ώρα, αλλά ο ποιητής αδιαφορεί. Ο χρόνος υπάρχει μόνο στα ρολόγια. Ίσως και σ’ ό,τι αντικρίζουμε στον καθρέφτη. Μπορεί και ν’ αποτυπώνεται στη συνύπαρξη, αλλά η μοναξιά θα μείνει να φρουρείται απ’ τον σύντροφο· η μοναξιά είναι ανένδοτη κι εμείς καλούμαστε να συνυπάρξουμε μ’ αυτή. Ο ποιητής ξέρει ότι πρέπει να φρουρήσει τη μοναξιά του Άλλου για να διασώσει τη δική του. Η ώρα περνά. Ο ποιητής είναι ακόμα μοναχός του. Δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τις δυσκολίες τής έγχρονης ζωής. Αλλά αυτές υπάρχουν και πάντα θα ’ναι ’κεί για να θυμίζουν, με τον πόνο, την επανασύνδεση με τ’ ορατό και με τον κόσμο. Έχουμε δρόμο.

Ώρα 14:00 – «Η τέχνη είναι μια παιδική ηλικία»

Όταν λίγη ώρα νωρίτερα η οικονόμος τού χτύπησε την πόρτα για να του θυμίσει ότι έχει έρθει η ώρα του μεσημεριανού, ο ποιητής είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή για την τέχνη του. Δεν μπόρεσε να την αφήσει, πάλι, απέξω. Όχι· η τέχνη του είναι κομμάτι των δαχτύλων του, του χρόνου που δεν υπάρχει πουθενά· η τέχνη είναι ακόμα στην παιδική ηλικία κι εκεί θα παραμείνει· γι’ αυτή την αθωότητα παλεύει τόσα χρόνια· σε κανέναν δεν θα επιτρέψει να ενηλικιώσει την τέχνη του και να τη γεμίσει ανάγκες και καθήκοντα. Ο πόλεμος μαίνεται. Ο πλανήτης συνεχίζει να γυρίζει· η γραβάτα χαλαρώνει απ’ την περιστροφή του. Η φύση οργιάζει κι αγνοεί την ύπαρξή μας. Πού να γυρίζεις κι εσύ; αναρωτιέται. Κι επιστρέφει στο καβούκι του· στη σπηλιά του.

Ώρα 17:00 – «…δίνω στο κορμί μου τον κόσμο ολόκληρο για να τον νιώσει…»

Το σώμα απαιτεί να ενωθεί με τον κόσμο. Αν δεν γευτεί και σήμερα όλες τις χάρες του, θα ’ναι μια μέρα χαμένη. Και δεν μένει πολύς καιρός. Θέλει να βγει απ’ το καβούκι του· να παραμείνει όμως στη σπηλιά του. Του είναι ευκολότερο να την πηγαινοφέρνει· είναι πιο δροσερή απ’ το κέλυφος που του ’λαχε. Σκοτεινιάζει. Κάνει και λίγο κρύο, αλλά δεν τον νοιάζει. Γιατί κι η φύση αδιαφορεί. Πονάει λίγο σ’ όλο του σώμα, αλλά δεν έχει χρόνο να εξηγήσει από πού προέρχεται ο πόνος. Ο πόνος είναι αυθύπαρκτος κι ίσως ένα τσάι, λίγο αλκοόλ ενδεχομένως, τον αφήσουν στα χέρια της νύχτας που καταφτάνει.

Ώρα 20:30 – «Είναι τόσο λυπηρό που ο Θεός δεν ήταν καλλιτέχνης»

Σιωπή. Μα πού έχουν πάει όλοι; Δεν κινείται τίποτα μες στο σπίτι. Χρειάζομαι μιαν άλλη γλώσσα, μονολογεί, μια γλώσσα να εξηγήσω τη σιωπή και να προσευχηθώ στον Θεό στην άλλη Του ζωή να είναι ποιητής· ο ίδιος ο Θεός. Να κάνει τον έρωτα πιο εύγευστο για τους ανθρώπους και να τους χαρίσει χέρια μεγάλα, ν’ αγκαλιάζουν, και χείλια σαρκώδη, να φιλούν. Να μην τους νοιάζει μόνον ο νους, αλλά και στο ένστικτο να τριγυρνούν – ο έρωτας χρειάζεται ένστικτο.

Μεσάνυχτα και ένα – «…για να μη βυθιστεί στη σιωπή…»

Άλλαξε η μέρα. Πάλι θα ξημερώσει – ελπίζω να προλάβω. Αν όχι, να με συμπαθάτε: γήινος να ’χεις υπάρξει, ανέκκλητο μοιάζει. Πέφτει στο κρεβάτι. Άλλαξε η μέρα, άλλα όχι τα σεντόνια: εκείνα κουβαλούν τη μυρωδιά τού χθες, τον πόνο και το μελάνι. Πόσες σελίδες χρειάζονται ακόμη;


[Δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του Book Press, Νοέμβρης 2009]