το παλιοκόριτσο – μάριο βάργκας λιόσα

Πού σταματά η πραγματικότητα και πού ξεκινά ο εφιάλτης, είναι μάλλον ένα ερώτημα κλισέ, όμως στα χέρια τού Μάριο Βάργκας Λιόσα μετατρέπεται σε μια βουτιά σε έναν καινούριο, υπέροχο και μαζί εφιαλτικό κόσμο, γεμάτο από έρωτα και θυμό, εκδίκηση και λύπη, βασανισμό, ειρωνεία, καημό και λύτρωση.

Το “Παλιοκόριτσο” είναι ένα μυθιστόρημα περίτεχνης αφήγησης και δημιουργικής γλώσσας (ένα μπράβο στη μεταφράστρια Μαργαρίτα Μπονάτσου για το αποτέλεσμα της ατμόσφαιρας των -χωρίς αγκυλώσεις- ελληνικών). Είναι ένα μυθιστόρημα που λυγίζει και τις πιο σκληρές, μύχιες αντιστάσεις τού ανθρώπου έναντι της απώλειας και της ανυπαρξίας του…σκοτεινού αντικειμένου τού πόθου.

Ο Ρικάρντο, Περουβιανός νέος, ονειρεύεται να ζήσει στο Παρίσι’ τελικά τα καταφέρνει, με κακουχίες και ελλείψεις, να σπουδάσει στη γαλλική πρωτεύουσα και να ζήσει, τελικά, εκεί το υπόλοιπο σχεδόν της ζωής του (αφού όμως έχει ήδη ταξιδέψει στα πέρατα της γης για το παλιοκόριτσο…). Όχι, όμως, όπως φανταζόταν.

Ο εφηβικός του έρωτας, το παλιοκόριτσο (χωρίς εισαγωγικά), τον κατατρύχει σε όλη του τη ζωή. Έρχεται ως μετανάστρια στο πλαίσιο ενός τράνζιτ (είμαστε στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο), επανέρχεται ως σύζυγος ανωτέρου δημοσίου υπαλλήλου, σύζυγος Άγγλου αριστοκράτη, ερωμένη διαστροφικού Ιάπωνα μεγιστάνα και λοιπά και λοιπά…

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, των αποχωρισμών, του πλήρους δοσίματος του Ρικάρντο στο παλιοκόριτσο, ο αναγνώστης γίνεται μέτοχος (με την έννοια της μέθεξης) του κόσμου των ηρώων, των άπειρων προσώπων τού έρωτα και της απόλυτης αφιέρωσης σε έναν και μόνο άνθρωπο, που μπορεί να βασανίζει, να διαλύει και πάλι να συνθέτει ψυχές και σώματα.

Διαβάζοντας δεν μπορείς να αποφύγεις την ταύτιση με τους ήρωες. Μια ταύτιση όχι απαραίτητα ως αναλογία της δικής σου ζωής, αλλά ως υπέροχο επίτευγμα του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Επανέρχομαι στην ξεκάθαρη αφηγηματική του δεινότητα, σκεπτόμενος ότι ο συγγραφέας δεν έδωσε ούτε ένα δείγμα απώλειας του ελέγχου των ηρώων του, ενώ την ίδια στιγμή είναι εμφανής η δική του επιρροή από αυτούς.

Το σκηνικό των πόλεων, των ιστορικών στιγμών και της τοποθέτησης των ηρώων σ’ αυτά, είναι μια ακόμη απόδειξη της γραφίδας του Περουβιανού λογοτέχνη, ο οποίος, χωρίς καμία επίδειξη του αναμφισβήτητου ταλέντου του, οδηγεί τον αναγνώστη του στο τέλος, όχι ως λήξη αλλά ως παλίνδρομη έναρξη…

“Ένα απόγευμα, καθισμένοι στον κήπο, την ώρα του δειλινού, μου είπε ότι, αν κάποια μέρα μου ερχόταν να γράψω την ερωτική μας ιστορία, να μην την παρουσίαζα πολύ άσχημα γιατί τότε το φάντασμά της θα ερχόταν να μου τραβήξει τα πόδια τις νύχτες.”

[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

8 thoughts on “το παλιοκόριτσο – μάριο βάργκας λιόσα

  1. Δεν έχω διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά υποπτεύομαι ότι αποπνέει ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα. Η μεγάλη όμως ικανότητα του Λιόσα είναι η κοινωνική κριτική του ματιά πάνω στην περουβιανή κοινωνία που την περιγράφει με τόση δεξιοτεχνία που θυμίζει Τζέιμς Τζόις. Συστήνω ανεπιφύλακτα το (δεν ξέρω αν κυκλοφορεί στα ελληνικά): The real life of Alejandro Mayta, που διάβασα πρόσφατα.
    Ο Λιόσα (κι απ’ ότι μου είπανε στην πρόσφατη συνέντευξη του στην ΝΕΤ δεν ερωτήθηκε σχετικά) είχε κατέβει υποψήφιος στις προεδρικες εκλογές του 1989, συντασόμμενος με δεξιά κόμματα. Η μεγάλη του όμως φήμη αποδείχτηκε μπούμερανγκι διότι θεωρήθηκε δούρειος ίππος για την παλιά πολιτική ελίτ (τους λεγόμενους blancquitos = άσπρη ελίτ)που βασάνιζε το Περού με αρκετές δικατορίες και πραξικοπήματα. Επιπλέον η μακρόχρονη παραμονή του στην Ευρωπη τον εμπόδισε να έρθει σε επαφή με τις πλατιές φτωχές μάζες της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει ο δρόμος για την εκλογή του μέγιστου καραγκιόζη Φουτζιμόρι με τα ακομα νωπά αποτελέσματα: πραξικόπημα του 92, ομηρίες, δωροδοκίες, επανεμφάνιση τρομοκρατικών οργανώσεων μέχρι το διωγμό του κλωτσηδόν από τη χώρα. Ο Λιόσα μετά την ήττα του πήρε την ισπανική (νομίζω)υπηκοότητα κάτι που οι Περουβιανοί δεν του έχουν ακόμα συγχωρέσει.
    Υγ: δεν είμαι ξερόλας. Φέτος το καολοκαίρι ήμουν εκεί και τα χω πρόσφατα.

  2. Σούπερ πληροφορίες, παράξενε ταξιδευτά!
    Η πολιτική του τοποθέτηση κατά καιρούς τού έχει αποβεί μοιραία και ακόμα και σήμερα διαβάζω υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτόν.
    Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος να διαχωρίζουμε το πρόσωπο απ’ το συγγραφικό ή όποιο άλλο alter ego του [πριν ήμουν της άποψης ότι δεν μπορείς ποτέ, σε καμία περίπτωση], αλλά, όπως και να το κάνουμε, είναι μερικοί που σε κάνουν να “ξεχνάς” την πολιτική τους τοποθέτηση ή, απ’ την άλλη, την καλλιτεχνική τους (α)δεξιοτεχνία.
    Φοβάμαι ότι ο Λιόσα είναι μάλλον παρεξηγημένος, αλλά δεν μπορώ να το στηρίξω με μένος και πάθος! Μένω, τουλάχιστον προς το παρόν, στα γραπτά του και, αργότερα ίσως, κριθούν (κρίνω) τα πράγματα ενδελεχέστερα.

    Όσο για το βιβλίο που αναφέρεις, κυκλοφόρησα το 1997 απ’ τον Καστανιώτη με τον τίτλο: “Μια ιστορία για τον Μάυτα”.

    Τυχερός που βρέθηκες εκεί, τυχεροί κι εμείς που απολαμβάνουμε τις γνώσεις που έφερες μαζί σου.

  3. Καλημέρα Δημήτρη,
    Έχεις ένα φοβερό ταλέντο να θέτεις πολύ ενδιαφέροντα θέματα προς συζήτηση!
    Εγώ, που πάντα αναζητω πολιτική απόχρωση, συνεχίζω να μην διαχωρίζω το πρόσωπο από τον συγγραφέα ή τον καλλιτέχνη. Πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι και παλεύουμε για την ανθρωπιά μας. Αν τα κίνητρα του είναι ειλικρινή, οπως του Λιόσα, τα λάθη στον πολιτικό βίο (που όλοι κάνουν, ανεξαρτήτως απόχρωσης) συγχωρούνται. Όπως επίσης δεν φταίει ο καλλιτέχνης αν τα έργα του τα εκμεταλλεύονται ερήμην του πολιτικά (βλ Βάγνερ και ναζισμό). Αν δεν μπορεί να αντισταθεί, γιατί πχ έχει οικογένεια, ας σιωπήσει. Είναι κι αυτό μια πράξη, που την έχουν κάνει πολλοί. Αν όμως παρά τα σημάδια εθελοτυφλεί ή αδιαφορεί τότε προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει κι ας έχει φτιάξει αριστουργήματα.
    Κι εγώ την ίδια εντύπωση έχω για το Λιόσα η οποία μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι στην Ευρώπη έχει επισκιαστεί από τους κολοσσούς της νοτιοαμερικάνικης Λογοτεχνίας.

  4. ευχαριστώ και ανταποδίδω τα ίσα [και περισσότερα βέβαια] λέγοντας ότι εσύ διαθέτεις αυτό που λέμε right-to-the-point.
    κάλυψες αυτό ακριβώς που σκεφτόμουν.

    είχα γράψει κάποτε ότι “τι να το κάνω ένα αριστούργημα από έναν καλλιτέχνη, όταν το χνώτο του βρωμάει σαπίλα”. στην προκείμενη περίπτωση, βέβαια, δεν μιλάμε για τόσο ακραία περιστατικά, αλλά κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει.

    η ερήμην πολιτική εκμετάλλευση αριστουργηματικών καλλιτεχνικών αγαθών (βλ. επίσης Νίτσε, ο οποίος στην προσπάθειά του να δηλώσει το θάνατο τού θεού, έθεσε το αιώνιο εύρημα του υπερανθρώπου, όχι όμως του γενετικά ανωτέρου, αλλά πνευματικά και ηθικά) είναι κάτι που συχνά εντοπίζεται στην πολιτισμική ιστορία.

    απ’ την άλλη, τα κίνητρα που αναφέρεις είναι κάτι που είναι μάλλον δύσκολο να διακριθούν και θέλει πολύ προσοχή στην κατηγοριοποίηση, έτσι κι αλλιώς.

    ωστόσο, αν το καλοσκεφτούμε, η λογοτεχνία -όπως και κάθε μορφής τέχνη- είναι ανθρώπινο δημιούργημα, δεν είναι κάτι που “εκπηγάζει απ’ το εσώτατο και αιώνιο είναι τού καλλιτέχνη, όπου καραδοκεί ένας θεός φτιαγμένος από ηθική και οραματική τελειότητα” [ένα ωραίο υποχονδριακό κλισέ, και για τον θεό και για την τέχνη]. συνεπώς, το αποτέλεσμα που έχω μπροστά μου, είναι δημιουργημένο από τον άνθρωπο ως όλον.

    και καταλήγω: αν διαβάζω ένα βιβλίο που εξιδανικεύει την ελευθερία, γραμμένο από έναν φασίστα (είτε στην προσωπική είτε στην πολιτική του ζωή), θα κρατήσω το κείμενο ως έχει, αλλά θα χαρακτηρίσω τον συγγραφέα διχασμένη προσωπικότητα.

    αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να βάλω εδώ ένα ερωτηματικό και να μην το προβάλω ως θέση…

    ας βάλω ένα αχνό.
    κάτι είναι κι αυτό, ε;

    καλησπέρα σε σένα με το ωραίο ψευδώνυμο.

  5. Συμφωνώ. Και προτιμώ το ερωτηματικό έστω και αχνό.
    Να διευκρινήσω βέβαια ότι τίποτα από αυτά δεν ισχύει σε αυτούς τους καλλιτέχνες που τους καταδιώκουν προσωπικοί εφιάλτες.

  6. …ή εφιάλτες απ’ το τίποτα φτιαγμένοι…

    το κρατώ το ερωτηματικό ως έχει.

    καλημέρα, παράξενε ελκυστά, και καλή εβδομάδα!

Leave a comment