Κι ήμουν μόνος σε κείνο το φως που πετάχτηκε ξάφνου ένα πρωί.
Δεν ήξερα να πω ποιος το ‘στειλε, δεν ήθελα να ξέρω.
Μόνο πήρα το χέρι μου, τ’ ολόδικό μου χέρι
και
περπάτησα ανάποδα
στα ταβάνια
στις χλομές, στις βρόμικες αλήτικες προσευχές.
Εκείνες που ήθελαν ν’ ανεβούν στο θεό
μα
κόλλησαν σε κείνα τα ταβάνια.
Ήμουν μόνος.
Ήμουν αλάνθαστος καθώς επέστρεφα στο μυαλό μου.
Ήμουν ένα σκουλήκι μεγαλειώδες.
Είχα σάλια για να σέρνομαι
και
σάλια για ν’ αφήνω πίσω μου.
Είχα δυο χέρια κλεμμένα στην κουκούλα μου,
συγγνώμη, στο κουκούλι μου,
και πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα, έτρεχα προς το μυαλό μου.
Καμιά φορά φοβόμουν τις μυρωδιές,
αλλά ένα σκουλήκι, που ‘ταν μαζί και μεγαλειώδες,
δεν είχε να φοβάται τίποτα.
Τίποτε πια δε με φοβίζει όμως
που να ‘ναι τελειωτικό.
Έχω το μυαλό μου
και
τον πόλεμο.
Έχω πού και πού κι ένα χέρι να με πιάνει.
Κι αν ζήσει
κι αν πεθάνει
έχω πάντα τον πόλεμο.
Τον δικό μου
και
των άλλων.
Τον δικό μου
και
τον άλλον.
[Και δυο ποτήρια άπλυτα.
Όλη κι όλη μου η περιουσία.
Αυτά τα δυο ποτήρια που ποτέ δε θα πλύνω.
Για να μείνουν εκεί τα στόματα που γνώρισα.
Τα στόματα που μ’ ήπιαν.]